Πολιτιστικά
Πέμπτη, 13 Οκτωβρίου 2016 10:45

Πέθανε ο Νομπελίστας Ντάριο Φο

Πέθανε σε ηλικία 90 ετών ο Ιταλός σκηνοθέτης, ηθοποιός και λογοτέχνης Ντάριο Φο. Ο Φο, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1997, έφυγε από τη ζωή την ημέρα που ανακοινώνεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Πέθανε σε ηλικία 90 ετών ο Ιταλός σκηνοθέτης, ηθοποιός και λογοτέχνης Ντάριο Φο. Ο Φο, βραβευμένος με Νόμπελ Λογοτεχνίας το 1997, έφυγε από τη ζωή την ημέρα που ανακοινώνεται το Νόμπελ Λογοτεχνίας. Ο θάνατος του εμβληματικού ανθρώπου της τέχνης και των γραμμάτων οφείλεται σε πνευμονία, και βύθισε στο πένθος την Ιταλία και τον καλλιτεχνικό κόσμο. 

Ο Φο γεννήθηκε στο Λεγκιούνο-Σαντζιάνο, στην επαρχία του Βαρέζε, κοντά στην ανατολική πλευρά της Λάγκο Ματζιόρε. Ο πατέρας του, Φελίτσε, ήταν διευθυντής των ιταλικών σιδηροδρόμων και η οικογένεια άλλαζε συχνά κατοικία λόγω των μεταθέσεών του. Ο Φελίτσε ήταν, επίσης, ερασιτέχνης ηθοποιός και σοσιαλιστής. Ο Ντάριο έμαθε την τέχνη της διήγησης από τη γιαγιά του και από Λομβαρδούς ψαράδες και φυσητές γυαλιού.

Το 1940, μετακόμισε στο Μιλάνο για να σπουδάσει αρχιτεκτονική στη Brera Art Academy, αλλά ο Β΄ Παγκόσμιος Πόλεμος τού χάλασε τα σχέδια. Η οικογένειά του πήρε μέρος στον αντιφασιστικό αγώνα και λέγεται πως βοηθούσε τον πατέρα του να φυγαδεύει πρόσφυγες και στρατιώτες των Συμμάχων στην Ελβετία. Κοντά στο τέλος του πολέμου, ο Φο στρατολογήθηκε στο στρατό της Δημοκρατίας του Σαλό, αλλά δραπέτευσε και κατάφερε να κρυφτεί για το υπόλοιπο του πολέμου.

Μετά τον πόλεμο, συνέχισε τις σπουδές αρχιτεκτονικής στο Μιλάνο. Εκεί αναμείχθηκε με τα λεγόμενα μικρά θέατρα (teatri piccoli), στα οποία άρχισε να παρουσιάζει τους αυτοσχέδιους μονολόγους του. Το 1950 άρχισε να εργάζεται στο θέατρο του Φράνκο Παρέντι, και σταδιακά εγκατέλειψε την εργασία του ως βοηθός αρχιτέκτονα.

Το 1951, ο Φο συναντάει τη Φράνκα Ράμε, γόνο θεατρικής οικογένειας, όταν δούλευαν μαζί στην παραγωγή της επιθεώρησης Εφτά ημέρες στο Μιλάνο. Μετά από λίγο καιρό, αρραβωνιάστηκαν. Τον ίδιο χρόνο προσκλήθηκε να παρουσιάσει τη ραδιοφωνική εκπομπή Κοκορίκο στη RAI, το εθνικό ραδιόφωνο της Ιταλίας. Έκανε 18 σατιρικούς μονολόγους, όπου μετέτρεπε βιβλικές ιστορίες σε πολιτική σάτιρα. Οι αρχές, σκανδαλισμένες, ακύρωσαν την εκπομπή.

Το 1953, γράφει και σκηνοθετεί το σατιρικό έργο «Δάχτυλο στο μάτι» (Il dito nell'occhio). Μετά από αρχική επιτυχία, η κυβέρνηση και η εκκλησία αντιδρούν και εν συνεχεία η θεατρική ομάδα με δυσκολία έβρισκε θέατρο όπου μπορούσε να παίξει. Παρ' όλα αυτά, το έργο έτυχε θερμής υποδοχής από το κοινό.

Η Φράνκα Ράμε και ο Ντάριο Φο παντρεύτηκαν στις 24 Ιουνίου 1954. Ο Φο δούλευε στο Μικρό Θέατρο (Piccolo Teatro) στο Μιλάνο και παρόλο που η σάτιρά του υπέφερε όλο και πιο πολύ από τη λογοκρισία, συνέχιζε να παραμένει δημοφιλής.

Το 1955, ο Φο και η Ράμε δούλεψαν σε κινηματογραφικές παραγωγές στη Ρώμη. Ο Φο έγινε σεναριογράφος και δούλεψε σε πολλές παραγωγές, συμπεριλαμβανομένων και μερικών του Ντίνο ντε Λαουρέντις. Ο γιος τους, Τζάκοπο, γεννήθηκε στις 31 Μαρτίου του ίδιου έτους. Η Ράμε δούλευε στο Τέατρο Στάμπιλε στο Μπολτσάνο. Το 1956, Φο και Ράμε έπαιξαν μαζί στην ταινία του Κάρλο Λιτσάνι, «Ο περίεργος» (Lo svitato).

Το 1959 γυρίζουν στο Μιλάνο και ιδρύουν τη θεατρική ομάδα Ντάριο Φο - Φράνκα Ράμε. Ο Φο έγραφε σενάρια, έπαιζε, σκηνοθετούσε, και σχεδίαζε τα κουστούμια και τα σκηνικά. Η Ράμε ανάλαβε τις διοικητικές δουλειές. Η ομάδα έκανε πρεμιέρα στο Μικρό Θέατρο και μετά άρχισε, για πρώτη φορά, τις ετήσιες τουρνέ της σ’ ολόκληρη την Ιταλία. Το 1960 κερδίζουν την εθνική αναγνώριση με το «Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ» στο θέατρο Οντεόν του Μιλάνο. Το 1961, τα θεατρικά έργα του αρχίζουν να παίζονται σε Σουηδία και Πολωνία.

Το 1962 γράφει και σκηνοθετεί την εκπομπή «Καντσονίσιμα» στη RAI. Ο Φο χρησιμοποιεί το σόου για να περιγράψει τη ζωή των απλών ανθρώπων και γρήγορα γίνεται επιτυχία. Ένα επεισόδιο για ένα δημοσιογράφο που σκοτώθηκε από τη Μαφία ενόχλησε τους πολιτικούς και είχε ως συνέπεια ο Φο και η Ράμε να λάβουν απειλές κατά της ζωής τους και να μπουν κάτω από αστυνομική προστασία. Φεύγουν από την εκπομπή, όταν η RAI αρχίζει να λογοκρίνει το πρόγραμμα. Η ιταλική ένωση ηθοποιών καλεί τα μέλη της να αρνηθούν να τους αντικαταστήσουν. Απαγορεύεται η εμφάνισή τους στη RAI για τα επόμενα 15 χρόνια. Συνεχίζουν να παίζουν στο Οντεόν.

Το 1962, το έργο τους για τον Χριστόφορο Κολόμβο ενοχλεί ακροδεξιές ομάδες και προκαλεί βίαιες επιθέσεις. Το ιταλικό κομμουνιστικό κόμμα τούς προμηθεύει σωματοφύλακες.

Το «La Signora e da buttare» (1967) είχε σχόλια για τον πόλεμο του Βιετνάμ, τον Λη Χάρβεϊ Όσβαλντ και τη δολοφονία του Κένεντι. Η κυβέρνηση των ΗΠΑ το θεώρησε ασέβεια προς τον πρόεδρο Τζόνσον, και ο Φο δεν μπορούσε να βγάλει αμερικανική βίζα για πολλά χρόνια μετά. Ο Φο έγινε διεθνώς διάσημος όταν το έργο του «Οι Αρχάγγελοι δεν Παίζουν Φλίπερ» παίχτηκε στο Ζάγκρεμπ.

Το 1968, ο Φο και η Ράμε ιδρύουν την θεατρική κολλεκτίβα Νέα Σκηνή (Associazione Nuova Scena), με κινούμενες σκηνές θεάτρου. Στο Μιλάνο μετέτρεψαν ένα εγκαταλελειμμένο εργοστάσιο σε θέατρο.

Ο Ντάριο Φο αφαίρεσε τα δικαιώματα που απαιτούνταν για να παιχτούν τα έργα του στην Τσεχοσλοβακία μετά την συντριβή της Άνοιξης της Πράγας από δυνάμεις της συνθήκης της Βαρσοβίας σαν διαμαρτυρία, και αρνήθηκε να δεχτεί τη λογοκρισία που απαιτούσαν οι Σοβιετικοί λογοκριτές. Οι παραγωγές έργων του στο Ανατολικό μπλοκ σταμάτησαν.

Το 1969 παρουσίασε για πρώτη φορά το «Μίστερο Μπούφο», ένα θεατρικό έργο μονολόγων βασισμένο στη μείξη μεσαιωνικών έργων και τοπικών προβλημάτων. Είχε επιτυχία και έκανε 5.000 παραστάσεις ακόμα και σε γήπεδα. Το «Μίστερο Μπούφο» επηρέασε πολλούς νέους ηθοποιούς και συγγραφείς - μπορεί να θεωρηθεί σαν η ιδρυτική στιγμή αυτού που οι Ιταλοί αποκαλούν αφηγηματικό θέατρο (teatro di narrazione), ένα είδος θεάτρου στο οποίο δεν υπάρχουν ηθοποιοί που παίζουν ένα δραματικό ρόλο, ένα θέατρο παρόμοιο με το λαϊκό παραμύθι. 

Το 1970, ο Φο και η Ράμε άφησαν τη Νέα Σκηνή λόγω πολιτικών διαφορών. Ξεκίνησαν την τρίτη τους θεατρική ομάδα, Collettivo Teatrale La Comune.

Παρήγαγαν έργα - βασισμένα στον αυτοσχεδιασμό - για τα σύγχρονα προβλήματα, με πολλές αναθεωρήσεις. «Ο Τυχαίος Θάνατος ενός Αναρχικού» (1970) ασκούσε κριτική στην κατάχρηση εξουσίας του συστήματος δικαιοσύνης. Ο Φο το έγραψε μετά από μία τρομοκρατική επίθεση από ακροδεξιούς στην Εθνική Αγροτική Τράπεζα (Banca Nazionale dell'Agricoltura) στο Μιλάνο. Το «Φενταγίν» (1971) ήταν ένα θεατρικό έργο για την ασταθή κατάσταση στα παλαιστινιακά εδάφη και οι ηθοποιοί αποτελούνταν από πραγματικά στελέχη της PLO. Από το 1971 ως το 1985, η θεατρική ομάδα δώρισε μέρος των εισπράξεών της για την υποστήριξη απεργιών των ιταλικών συνδικαλιστικών οργανώσεων.

Το 1973, η ομάδα μετακομίζει στο Σινεμά Ροσίνι, στο Μιλάνο. Όταν ο Φο άσκησε κριτική στην αστυνομία σε ένα από τα έργα του, ακολούθησαν αστυνομικές επιδρομές και η λογοκρισία αυξήθηκε. Στις 8 Μαρτίου, μια νεοφασιστική ομάδα απήγαγε τη Φράνκα Ράμε, βασανίζοντας και βιάζοντάς την. Η Ράμε επέστρεψε στη σκηνή μετά από δύο μήνες, με νέους αντιφασιστικούς μονολόγους.

Αργότερα τον ίδιο χρόνο, η ομάδα κατέλαβε ένα εγκαταλελειμμένο εμπορικό κτήριο στο κέντρο του Μιλάνο και το ονόμασε Παλατάκι Ελευθερία (Palazzina Liberty). Παρουσίασαν το «Λαϊκός Πόλεμος στη Χιλή» (Guerra di popolo in Cile), ένα έργο για μια εξέγερση ενάντια στην χιλιανή στρατοκρατική κυβέρνηση. Γράφτηκε μετά το θάνατο του Σαλβαδόρ Αλιέντε. Ο Φο συνελήφθη όταν προσπάθησε να αποτρέψει την αστυνομία να σταματήσει την παράσταση. Το έργο του «Δεν πληρώνω! Δεν πληρώνω!» (1974) ήταν μια φάρσα για το κίνημα αυτοδιαχείρισης όπου γυναίκες (και άντρες) έπαιρναν ό,τι ήθελαν από την αγορά, πληρώνοντας μόνο ό,τι μπορούσαν. Το 1975, έγραψε το «Φανφάνι ράπιτο» (Fanfani rapito) προς υποστήριξη ενός δημοψηφίσματος υπέρ της νομιμοποίησης της έκτρωσης. Τον ίδιο χρόνο αυτός και η Ράμε επισκέφτηκαν την Κίνα. Το 1975, ο Φο προτάθηκε για το βραβείο Νόμπελ για πρώτη φορά.

Το 1976, ο νέος διευθυντής της RAI προσκαλεί το Φο να κάνει ένα καινούριο πρόγραμμα, Το Θέατρο του Ντάριο (Il Teatro di Dario). Εντούτοις, όταν η δεύτερη έκδοση του «Μίστερο Μπούφο» παρουσιάζεται στην τηλεόραση, το 1977, το Βατικανό το θεωρεί «βλάσφημο» και οι Ιταλοί ακροδεξιοί άρχισαν να γκρινιάζουν ξανά. Ωστόσο, η Φράνκα Ράμε έλαβε το βραβείο IDI σαν η καλύτερη τηλεοπτική ηθοποιός.

Το 1978, ο Φο κάνει την τρίτη έκδοση του «Μίστερο Μπούφο». Ξαναγράφει και σκηνοθετεί το έργο «Η Ιστορία ενός Στρατιώτη» (La storia di un soldato), βασισμένο σε μια όπερα του Στραβίνσκι. Αργότερα διασκευάζει, επίσης, όπερες του Ροσίνι. Γράφει και ένα έργο για τον θάνατο του Άλντο Μόρο, το οποίο ποτέ δεν παίχτηκε δημόσια.

Το βραβείο Νόμπελ

Το 1980, ο Φο και η οικογένειά του βρίσκουν ένα νέο καταφύγιο, το Ελεύθερο Πανεπιστήμιο του Αλκατράζ (Libera Universita di Alcatraz), στους λόφους κοντά στο Γκούμπιο και την Περούτζια.

Το 1981, το America Repertory Theater του Κέιμπριτζ προσκάλεσε τον Φο να πάρει μέρος στο Φεστιβάλ Ιταλικού Θεάτρου στη Νέα Υόρκη. Το υπουργείο εξωτερικών των ΗΠΑ αρχικά αρνήθηκε να του παραχωρήσει βίζα αλλά αργότερα, το 1984, συμφώνησε να του δώσει μία για έξι ημέρες, μετά από διαμαρτυρίες Αμερικανών συγγραφέων. Το 1985 τούς παραχωρήθηκε ακόμη μία και έπαιξαν στο Πανεπιστήμιο του Χάρβαρντ, στο θέατρο του Πανεπιστημίου του Νιού Χέιβεν, στο Κέντρο του Κένεντι στην Ουάσινγκτον, στο Θέατρο των Εθνών στη Βαλτιμόρη και στο θέατρο Τζόυς της Νέας Υόρκης.

Το 1989 έγραψε το «Γράμμα από την Κίνα» (Lettera dalla Cina) σε διαμαρτυρία για τη σφαγή στην πλατεία Τιενανμέν. Τον ίδιο χρόνο ήταν ο πρώτος Ιταλός που σκηνοθέτησε στην Κομεντί Φρανσέζ (Comedie Francaise).

Το 1981 πήρε το βραβείο Σόννινγκ από το Πανεπιστήμιο της Κοπεγχάγης, το 1985 το βραβείο Premio Eduardo, το 1986 το βραβείο Όμπι στην Νέα Υόρκη και το 1987 το βραβείο Agro Dolce. Στις 9 Οκτωβρίου του 1997 τού απενεμήθη το βραβείο Νόμπελ Λογοτεχνίας.

Στις 17 Ιουλίου του 1995, ο Φο έπαθε ένα εγκεφαλικό επεισόδιο και έχασε σχεδόν όλη την όρασή του. Η Ράμε τον αντικατέστησε στις παραγωγές, για ένα διάστημα. Ο Φο ανένηψε σε ένα χρόνο.

Στα έργα του έχει ασκήσει κριτική, μεταξύ των άλλων, στην πολιτική της Καθολικής εκκλησίας για τις αμβλώσεις, τις πολιτικές δολοφονίες, το οργανωμένο έγκλημα, την πολιτική διαφθορά και το Μεσανατολικό. Τα έργα του συχνά βασίζονται στον αυτοσχεδιασμό, στο ύφος της commedia dell'arte, ενώ έχουν μεταφραστεί σε 30 γλώσσες.

Το 2006, ο Φο έκανε μια αποτυχημένη προσπάθεια να εκλεγεί δήμαρχος του Μιλάνο, την πιο σημαντική, οικονομικά πόλη της Ιταλίας. Υποστηριζόταν από την Κομμουνιστική Επανίδρυση και έλαβε πάνω από το 20% των ψήφων.

Δήλωση του υπουργού Πολιτισμού και Αθλητισμού

«Ο Ντάριο Φο υπήρξε ένας μεγάλος ανανεωτής του σύγχρονου θεάτρου, και ταυτόχρονα ένα αντισυμβατικό πνεύμα και μια εναργής πολιτική και κοινωνική συνείδηση της εποχής μας. Η χώρα μας του οφείλει ευγνωμοσύνη για την πολιτική ευαισθητοποίησή του, μαζί με άλλους διανοούμενους, κατά τη διάρκεια της επτάχρονης δικτατορίας.  Ο θάνατός του αποτελεί σημαντική απώλεια για τη σκηνή, για τη λογοτεχνία, για τον πολιτισμό αλλά και για τον δημόσιο λόγο».