Με νικητή ή χωρίς, ήταν μία κακή στιγμή για την πολιτική, έπειτα από πολλές άθλιες στιγμές. Δεν αναφέρομαι στην τηλεμαχία επί αμερικανικού εδάφους, αλλά στην ελληνική κοινοβουλευτική της έκδοση, γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Με νικητή ή χωρίς, ήταν μία κακή στιγμή για την πολιτική, έπειτα από πολλές άθλιες στιγμές. Δεν αναφέρομαι στην τηλεμαχία επί αμερικανικού εδάφους, αλλά στην ελληνική κοινοβουλευτική της έκδοση.
Όπως εξελισσόταν η προ ημερησίας συζήτηση στη Βουλή για τη διαφθορά και τη διαπλοκή, είχα την αίσθηση ότι μπορεί να κατέληγε και σε μονομαχία στο προαύλιο της Βουλής. Σαν τον γνωστό μαύρο πίνακα του Φρανσίσκο Γκόγια «Η μονομαχία με ραβδιά» (Duelo a garrotazos).
Ακόμη και τα χρώματα στην ελαιογραφία ταιριάζουν στην ελληνική εικονογραφία. Δραματική χρήση των διάφορων σκιών του μπλε και του κόκκινου, καθώς δύο άντρες χτυπάνε ο ένας τον άλλον. Είναι αδύνατον να αποφύγουν τα χτυπήματα, καθώς τα πόδια τους είναι βυθισμένα στη λάσπη. Με κάθε χτύπημα βουλιάζουν όλο και περισσότερο. Γόνατα, μηροί... η ένταση κυριαρχεί στα πρόσωπά τους, αγωνία για τη συμπλοκή, τον νικητή της σύγκρουσης. Περίεργη προσμονή για ένα αποτέλεσμα που έχει προεξοφληθεί.
Νικητής είναι η πυκνή και αδυσώπητη λάσπη. Με τούτα δεν ισχυρίζομαι πως ό,τι ακούστηκε στη Βουλή ήταν λάσπη, μα πως υποτιμάται το φόντο, το περιβάλλον στο οποίο στήνονται οι αντιπαραθέσεις με τις προσωπικές επιθέσεις. Ασχολούμαστε με το ύφος, θριαμβευτικό ή προκλητικό, τους υψηλούς τόνους, την ατάκα, το «κοίτα ποιος μιλάει», το ποιος θα αποσύρει πιο πολλά αλκοολούχα από το πάρτι της διαπλοκής, το «ιδιοκτησιακό καθεστώς» της διαφθοράς, την ανταλλαγή «φιλοφρονήσεων» για «σύστημα ΣΥΡΙΖΑ» και «σύστημα Ν.Δ.-ΠΑΣΟΚ», ενώ η περιπλοκάς η ελληνική θεριεύει και η πολτώδης μάζα της δυσαρέσκειας, της διάλυσης και των αντιφάσεων κάνει τη δουλειά της. Τη φανερή, αυτή τουλάχιστον που ανιχνεύεται στις δημοσκοπήσεις, και τη λαθραία.
Με τούτα δεν ισχυρίζομαι πως ό,τι ακούστηκε στη Βουλή ήταν λάσπη. Αν δεν ήταν επικοινωνία, χωρίς την κοινωνία, ήταν πριμοδότηση του τρίτου παίκτη, του διόλου αθώου «όλοι ίδιοι είναι».