Απόψεις
Τρίτη, 04 Οκτωβρίου 2016 07:00

Δίχως αύριο...

Κανείς δεν θέλει να επενδύσει στην Ελλάδα, οι άριστοι φεύγουν από τη χώρα και όσοι μένουν πίσω περιμένουν την εξαθλίωσή τους. Κάθε μέρα που περνά τα χρέη των «ιθαγενών» μεγαλώνουν και γίνονται δυσβάστακτα, καθώς οι «αποικιοκράτες»-δανειστές δεν ικανοποιούνται με τίποτα και θέλουν όλο και περισσότερα για να μη «χαθούν» οι στόχοι. Ας χαθούν οι άνθρωποι…γράφει ο Γιώργος Κούρος.

Από την έντυπη έκδοση 

Του Γιώργου Κούρου
[email protected]

Κανείς δεν θέλει να επενδύσει στην Ελλάδα, οι άριστοι φεύγουν από τη χώρα και όσοι μένουν πίσω περιμένουν την εξαθλίωσή τους. Κάθε μέρα που περνά τα χρέη των «ιθαγενών» μεγαλώνουν και γίνονται δυσβάστακτα, καθώς οι «αποικιοκράτες»-δανειστές δεν ικανοποιούνται με τίποτα και θέλουν όλο και περισσότερα για να μη «χαθούν» οι στόχοι. Ας χαθούν οι άνθρωποι…

Βέβαια, τίποτα δεν γίνεται ελέω μνημονίου, αφού όλες οι κυβερνήσεις που πέρασαν την τελευταία «μαύρη» επταετία της ύφεσης στάθηκαν ανίκανες να υλοποιήσουν το πρώτο ζητούμενο των μνημονίων, μεταρρυθμίσεις.

Το χειρότερο δε είναι ότι αν σήμερα πιστεύει κανείς ότι ζούμε τα χειρότερα, κάνει τεράστιο λάθος. Γιατί πολύ απλά ουδείς έχει συνειδητοποιήσει τον εφιαλτικό συνδυασμό φόρων και ασφαλιστικών εισφορών που έρχεται το επόμενο έτος. Εάν μέχρι σήμερα κάναμε λόγο για φτωχοποίηση, το 2017 προμηνύεται ακόμη πιο δυσοίωνο.

Δεν είναι τυχαία τα ευρήματα όλων των ερευνών για την απαισιοδοξία που κυριαρχεί. Όχι τίποτα άλλο, η οικονομία είναι πρώτα απ’ όλα ψυχολογία. Μια ψυχολογία που είναι στα τάρταρα, αν δει κανείς την έρευνα Workmonitor της Randstad για το 3ο τρίμηνο του 2016, που δείχνει ότι στη χώρα μας το 40% των ανδρών φοβάται ότι θα χάσει τη δουλειά του, ενώ και στις γυναίκες το ποσοστό αγγίζει το 39%.

Η ηλικιακή ομάδα μάλιστα με το υψηλότερο ποσοστό όσον αφορά τον φόβο απόλυσης είναι αυτή των 18-24 ετών (57%). Όταν οι μισοί Έλληνες, που έχουν ακόμη δουλειά, φοβούνται ότι θα τη χάσουν, πόσο αισιόδοξοι μπορεί να είναι; Και πώς να αλλάξει το κλίμα στην αγορά όταν τα λουκέτα πέφτουν βροχή και οι μισθοί ακροβατούν στα εξωπραγματικά ποσά των 400 - 600 ευρώ.

Αλλά δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας, έρχεται η ανάπτυξη, η έξοδος στις αγορές και οι επενδυτές. Άλλωστε η οικονομία μας, με βάση τη φετινή έκθεση «GlobalCompetitivenessReport 2016 - 2017», είναι πιο ανταγωνιστική από αυτή του Μπουτάν και του Νεπάλ. Πού θα πάνε λοιπόν οι επενδυτές, στη Γουατεμάλα, στην Αλβανία ή στη Ναμίμπια, που είναι ήδη πιο ανταγωνιστικές από εμάς;

Εδώ υπάρχουν οι ευκαιρίες και πουλιούνται όλα, ακόμη και τα «ασημικά» του κράτους, όσο όσο. Ετσι, μάλλον, οραματίζεται η κυβέρνηση ότι θα έρθει η ανάπτυξη, που ευτυχώς όμως αυτή τη φορά, για πρώτη, θα έχει κοινωνικό πρόσημο και θα μοιραστεί σε όλους. Μέχρι τότε όμως ο λογαριασμός, που δεν μοιράζεται, θα γράφει κάθε μήνα νέα χρέη.