Ο κυνηγός λιονταριών δεν μπορεί να μιλάει για περιπέτεια μετά το τρίτο λιοντάρι. Οι κυνηγοί δόσεων και υποδόσεων μπορούν; Μετά το τρίτο μνημόνιο(;), γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Ο κυνηγός λιονταριών δεν μπορεί να μιλάει για περιπέτεια μετά το τρίτο λιοντάρι. Οι κυνηγοί δόσεων και υποδόσεων μπορούν; Μετά το τρίτο μνημόνιο;
«Οι πωλήσεις μπορούν να αρχίσουν», σχολιάζει η «Suddeutsche Zeitung» την έγκριση από την ελληνική Βουλή του πολυνομοσχεδίου με τα προαπαιτούμενα, με στόχο την εκταμίευση των υπολειπόμενων 2,8 δισ. ευρώ. «Η Ελλάδα θα πρέπει να διαθέσει και την κρατική της περιουσία, μεταξύ άλλων υπηρεσίες ύδρευσης και παρόχους αερίου... Μια ακραιφνής πολιτική ιδιωτικοποιήσεων δεν ταιριάζει στο DNΑ του αριστερού Τσίπρα, ούτε του ΣΥΡΙΖΑ» γράφει.
Σιγά τα μιτοχόνδρια. Ακόμη και στα βιολογικά, που είναι πιο ζόρικα, γίνονται πράγματα αλλόκοτα. Δεν γεννήθηκε το πρώτο μωρό, στον κόσμο, με την αμφιλεγόμενη τεχνική των «τριών γονιών»;
Το θέμα δεν είναι το γενετικό υλικό του κυβερνώντος κόμματος, αλλά το υλικό των ιδιωτικοποιήσεων και το «γλυκαντικό» που χρησιμοποιούν για να το καταναλώσουμε. «Δεν μπορεί ένας οργανισμός που δεν έχει περιουσία, που έχει απίστευτο χρέος και οφειλές από το παρελθόν να λέμε ότι πάει για ιδιωτικοποίηση. Δεν μπορεί με τους κανόνες της αγοράς να υπάρχει ιδιώτης. Μόνο ο Ιησούς Χριστός θα μπορούσε».
Σταυροκοπιέμαι, αλλά ξεπερνώ το λεκτικό και διακρίνω το μοτίβο που ακολουθεί ο ένας μετά τον άλλο: Μην ανησυχείτε, δεν πρόκειται να γίνουν.
Σίγουρα, θα αστειεύεστε. Το νούμερο ένα ζήτημα της συμφωνίας του Ιουλίου 2015, το υπερταμείο, στελεχώνεται, προικίζεται, για να πετάει βότσαλα στη λίμνη; «Το νομοσχέδιο προβλέπει τη ρευστοποίηση ή με ιδιωτικοποίηση ή με άλλα μέσα. Εμείς θα αναζητήσουμε αυτά τα άλλα μέσα». Ο λόγος τους δεν μας ξεδίψασε. Ίσως γιατί τέτοια έλεγαν και στους Ανατολικογερμανούς το 1990 με την Treuhand, όμως, τα άλλα μέσα της εξυγίανσης και της αξιοποίησης τα παρέκαμψαν και κινήθηκαν στη βασική γραμμή, με διαδικασίες εξπρές. Εδώ μπορεί να γλιτώσουμε το εξπρές, μα πέραν τούτου είναι αργά για να κλαις. Σε μία ιστορία αποτυχίας δεν χωρεί παραμυθητική δικαιολογία. Όλα βαίνουν καλώς εναντίον μας, όπως θα ‘λεγε και ο Σκαμπαρδώνης.