Το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων αποφάσισε σειρά αλλαγών για την λειτουργία του Γυμνασίου οι οποίες θα ισχύσουν από το τρέχον σχολικό έτος 2016-2017, γράφει ο Βασίλειος Αναγνώστου.
Του Bασίλειου Αναγνώστου
Εκπαιδευτικού, Υπ. Διδάκτoρα στην Συγκριτική Εκπαίδευση, Φ.Π.Ψ., Ε.Κ.Π.Α.
Το Υπουργείο Παιδείας, Έρευνας και Θρησκευμάτων αποφάσισε σειρά αλλαγών για την λειτουργία του Γυμνασίου οι οποίες θα ισχύσουν από το τρέχον σχολικό έτος 2016-2017. Στις βασικές αλλαγές ανήκουν, ανάμεσα σε άλλα, η κατηγοριοποίηση των μαθημάτων σε τρεις ομάδες, η καθιέρωση τετραμήνων αντί τριμήνων και νέες διαδικασίες αξιολόγησης των μαθητών με γραπτές προαγωγικές εξετάσεις μόνον σε 4 μαθήματα. Από την μελέτη αυτών των αλλαγών αναδύονται ερωτήματα για τις στοχεύσεις του νομοθέτη και τις πιθανές συγκεκριμένες σε επίπεδο μάθησης αλλά και στις στάσεις και στις πρακτικές των εφήβων μαθητών/μαθητριών λίγα χρόνια πριν την ενηλικίωσή τους.
Βασική αλλαγή αποτελεί η κατηγοριοποίηση των δεκαέξι (16) μαθημάτων σε τρεις ομάδες. Στην πρώτη ομάδα (Ομάδα Α') ανήκουν τέσσερα (04) μαθήματα: α) Νεοελληνική Γλώσσα και Γραμματεία (Γλωσσική Διδασκαλία και Νεοελληνική Λογοτεχνία), β) Μαθηματικά, γ) Φυσική, δ) Ιστορία.
Στην δεύτερη ομάδα (Ομάδα Β΄) εννέα (09) μαθήματα: α) Αρχαία Ελληνική Γλώσσα και Γραμματεία (Αρχαία Ελληνική Γλώσσα, Αρχαία Ελληνικά Κείμενα από Μετάφραση), β) Χημεία, γ) Βιολογία, δ) Γεωλογία-Γεωγραφία, ε) Κοινωνική και Πολιτική Αγωγή, στ) Θρησκευτικά, ζ) Αγγλικά, η) Δεύτερη ξένη γλώσσα και θ) Οικιακή Οικονομία.
Στην τρίτη ομάδα (Ομάδα Γ΄) βρίσκουμε τρία (03) μαθήματα: α) Τεχνολογία - Πληροφορική, β) Μουσική – Καλλιτεχνικά γ) Φυσική Αγωγή.
Κρίσιμο ερώτημα για το νομοθέτη είναι να εξηγήσει με ποια κριτήρια κάθε μάθημα κατατάχθηκε σε καθεμία από τις τρεις ομάδες καθώς κάθε γνωστικό αντικείμενο έχει την αξία του ως Γνώση και, επιπλέον, να συνειδητοποιήσει ότι η συγκεκριμένη κατηγοριοποίηση των μαθημάτων στο Γυμνάσιο καταλήγει σε υποβάθμιση του 75% των μαθημάτων σε «δευτερεύοντα» και «τριτεύοντα» πλην των τεσσάρων εξεταζομένων με αυτόματο τρόπο στην συνείδηση των μαθητών/μαθητριών. Εστιάζοντας στην ουσιαστική υποβάθμιση της διδασκαλίας των αρχαίων ελληνικών στην δεύτερη ομάδα μαθημάτων δημιουργείται η εντύπωση ότι ο νομοθέτης αγνοεί την άμεση και στενή σχέση της γλώσσας με την σκέψη υπονομεύοντας την ανάπτυξη της γλώσσας και της σκέψης μίας ολόκληρης γενιάς. Ιδιαίτερα, μάλιστα, στις συνθήκες της σωβούσας οικονομικής και πολιτικής της σύγχρονης Ελλάδας όπου η λεξιπενία στον επιφωνηματικό λόγο και στα greekglish, η αδυναμία των πολιτών να εκφραστούν γραπτώς και προφορικώς και η α-τονία των κειμένων ως αποτέλεσμα της θέσπισης του μονοτονικού συστήματος δεν αποτελούν πολιτική και εκπαιδευτική προτεραιότητα αν και μεταλλάσσει βαθμιαία την πολιτισμική ταυτότητα, το λόγο και την σκέψη τους. Ωστόσο, η αποτελεσματική διδασκαλία των αρχαίων ελληνικών στηρίζει τόσο τη νέα ελληνική γλώσσα σε όλα τα επίπεδα: μορφολογικό, γραμματικό, συντακτικό, λεξιλογικό και νοηματικό όσο και την εκμάθηση ξένων γλωσσών. Η βελτίωση της διδακτικής μεθοδολογίας των αρχαίων ελληνικών θα μπορούσε να βοηθήσει τους μαθητές στην εκμάθηση της νέας ελληνικής γλώσσας.
Σε άλλη αλλαγή, ο νομοθέτης υποβαθμίζει σημαντικά την έννοια και την αξία της διανοητικής και της μαθησιακής προσπάθειας αφού κρίνει τους μαθητές/μαθήτριες ως άξιους προαγωγής ή απόλυσης αρκεί να αποκτούν βαθμό ετήσιας επίδοσης σε καθένα από τα μαθήματα της πρώτης ομάδας (Ομάδα Α΄) τουλάχιστον οκτώ (08), και συνολικό μέσο όρο βαθμών ετήσιας επίδοσης τουλάχιστον δώδεκα (12) εξεταζόμενοι μόνον επί των δύο τρίτων (2/3) της διδαχθείσας ύλης ως εξεταστέας ενώ αυτή προβλέπεται να μπορεί να φθάνει μέχρι και στο μισό της διδακτέας. Έτσι, αφενός επιβραβεύεται και ο πιο ασυνεπής μαθητής στις μαθησιακές υποχρεώσεις του, αφετέρου ο ελάχιστος βαθμός ετήσιας επίδοσης οκτώ (08) σε καθένα από τα μαθήματα της πρώτης ομάδας ουσιαστικά υπονομεύει την αξία τους αφού δεν απαιτείται ούτε καν η βάση του δέκα (10).
Το λαϊκιστικό επιχείρημα ότι οι προωθούμενες αλλαγές θα μετατοπίσουν το κέντρο βάρους από το «άγχος των εξετάσεων» στην διαδικασία της μάθησης καταρρίπτεται από το γεγονός ότι το μαθησιακό ενδιαφέρον των μαθητών εξαρτάται από περισσότερο σημαντικούς παράγοντες όπως η διδακτική ικανότητα των εκπαιδευτικών, η μαθησιακή ετοιμότητα των μαθητών, το ίδιο το γνωστικό αντικείμενο, το περιεχόμενο των αναλυτικών προγραμμάτων, ο σχεδιασμός της διδασκαλίας, τα διδακτικά εγχειρίδια, τα εποπτικά μέσα κ.ά. τα οποία δεν αξιολογούνται με σκοπό την βελτίωση. Ούτε η διάκριση του διδακτικού χρόνου σε τετράμηνα αντί των τριμήνων συνεπάγεται βελτίωση της διδασκαλίας και της μάθησης αφού οι μαθητές/μαθήτριες θα αγχώνονται για μεγάλο χρονικό διάστημα στην διάρκεια του πρώτου τετραμήνου ήτοι από τα μέσα Οκτωβρίου έως το τέλος Ιανουαρίου γράφοντας τουλάχιστον 13 υποχρεωτικά διαγωνίσματα, ενώ από τα τέλη Ιανουαρίου έως 31 Μαΐου, δηλαδή για τέσσερις μήνες θα «χαλαρώνουν» διότι προβλέπεται η δυνατότητα να μην γράφουν κανένα υποχρεωτικό διαγώνισμα τετραμήνου και τον Ιούνιο θα εξετάζονται μόνον στα τέσσερα μαθήματα της πρώτης ομάδας. Όμως, αυτή ακριβώς η πολιτική της απλούστευσης, της ευκολίας και της ταχύτητας με την οποία ο νομοθέτης καθοδηγεί τους μαθητές και τους γονείς τους να θεωρούν ότι θα μειώσουν το άγχος τους και τις προσπάθειές τους εξισώνοντας όλους και όλα προς τα κάτω όπως συνέβη με τα εύκολα θέματα των πανελλαδικών εξετάσεων του 2016 εκτοξεύοντας τις βάσεις εισαγωγής στην Τριτοβάθμια εκπαίδευση, ιδιαίτερα στο τρίτο πεδίο, θα εκτοξεύσει το άγχος τους στο απώτερο μέλλον για τα μαθησιακά κενά των παιδιών που θα συσσωρευθούν αναπόφευκτα. Κατά συνέπεια, θα αναγκαστούν να καταφύγουν στην φροντιστηριακή παραπαιδεία με σημαντική οικονομική, ηθική και συναισθηματική επιβάρυνση των οικογενειών της χώρας οι οποίες παραδοσιακά επενδύουν στην παιδεία των παιδιών τους και, μόνον δωρεάν δεν είναι. Όμως το βάρος στο Λύκειο θα είναι δυσανάλογο και θα το έχουν δημιουργήσει οι συγκεκριμένες αλλαγές στο Γυμνάσιο. Έτσι, δίνεται η εντύπωση αφενός ότι προωθείται η πολιτική της ευκολίας σε κάθε έκφανση του εκπαιδευτικού συστήματος αφετέρου ότι καμμία επιτυχία δεν απαιτεί κόπο αλλά τρόπο, τον οποίο το κράτος θα διασφαλίσει στη νέα γενιά εκπαιδεύοντας την στην απατηλή εικόνα μιας ζωής φθηνής, γρήγορης, ξεκούραστης. Η ίδια η ζωή θα δώσει τις διαψεύσεις της σε όλα αυτά αλλά, δυστυχώς, με οδύνη.
Το επιχείρημα ότι οι εκπαιδευτικοί στο πρώτο τετράμηνο θα αποκτήσουν πιο σφαιρική άποψη για τις μαθησιακές επιδόσεις των μαθητών τους αξιοποιώντας ποικίλους τρόπους αξιολόγησης αντί των γραπτών δοκιμασιών, ενώ στο δεύτερο τετράμηνο οι εκπαιδευτικοί θα μπορούν να αξιολογούν καλύτερα αναθέτοντας στους μαθητές μία συνθετική-δημιουργική εργασία αντί των ωριαίων διαγωνισμάτων προϋποθέτει την επαγγελματική ανάπτυξή τους στα ζητήματα του σχεδιασμού της διδασκαλίας και της αξιολόγησης. Ωστόσο, κάθε χρόνο η εκπαιδευτική κοινότητα βιώνει είτε την απουσία επιμόρφωσης είτε τη συμμετοχή σε ανιαρά και επαναλαμβανόμενα σεμινάρια, κανένας δεν μπορεί να γνωρίζει εάν οι εκπαιδευτικοί θα μπορούν να ανταπεξέλθουν στις αξιολογικές υποχρεώσεις τους αντιμετωπίζοντας αδίκως σε βάρος τους καταγγελίες για αδικία σε βάρος των μαθητών, ενώ κάποιοι μπορεί να λειτουργήσουν με τη λογική του βαθμού δεκαεννέα (19) ή και είκοσι (20) σε όλους σχεδόν τους μαθητές/μαθήτριες για να αποφύγουν βαθμοθηρικές πιέσεις από τους γονείς. Η στοχευμένη επιμόρφωση σε εκπαιδευτικούς και μαθητές μπορεί να ενισχύσει τις διδακτικές μεθόδους, τον προγραμματισμό, την αξιολόγηση και την αναπροσαρμογή των ασκήσεων κάθε διδακτικής ενότητας και των διδακτικών εγχειριδίων τα οποία οι ίδιοι θα κρίνουν ως εύκαιρα και αποτελεσματικά από παιδαγωγική και διδακτική άποψη, πάντοτε στα όρια των γενικών κατευθυντήριων οδηγιών του επίσημου αναλυτικού προγράμματος και μακριά από ιδεοληπτικά στερεότυπα αλλά και την στείρα αποστήθιση τυποποιημένων γνώσεων.
Η πρόθεση του νομοθέτη για την επέκταση της ενισχυτικής διδασκαλίας μετά τη λήξη του διδακτικού έτους για τους μετεξεταστέους με την παροχή εντατικών μαθημάτων από τις 11 έως τις 20 Ιουνίου εκάστου έτους ώστε να εξετάζονται από τις 21 έως τις 30 Ιουνίου δεν υπηρετεί την πραγματική εκπαίδευση. Αποτελεί προσπάθεια προβολής μίας πλαστής εικόνας προς την κοινή γνώμη ότι σχεδόν κανένας μαθητής δεν απορρίπτεται, άρα το εκπαιδευτικό σύστημα παράγει θετικά αποτελέσματα. Πρόκειται για εικονικά εκπαιδευτικά αποτελέσματα αφού στην πραγματικότητα κανένας μαθητής με σημαντικά γνωστικά κενά σε ένα ή περισσότερα μαθήματα δεν μπορεί να τα καλύψει με ενισχυτική διδασκαλία 8-10 ημερών και, μάλιστα, μέσα στο καλοκαίρι. Άλλωστε, εάν εξαιρέσει κανείς την περίπτωση σοβαρών προβλημάτων υγείας ή κοινωνικο-οικονομικών της οικογενείας του παιδιού υπάρχουν παιδιά τα οποία αδιαφορούν για το περιεχόμενο των σπουδών τους. Σε αυτό το σημείο υπεισέρχεται και η ευθύνη της ατομικής ευθύνης και επιλογής αφού η αδιαφορία σε οποιαδήποτε σημαντική έκφανση της ζωής κάθε ανθρώπου επιφέρει συνέπειες. Όμως, ο νομοθέτης και το εκπαιδευτικό σύστημα δεν επιτρέπει στους εφήβους να δουν τούτο ως παιδαγωγική ευκαιρία μάθησης προετοιμάζοντάς τους ως μελλοντικούς πολίτες. Αντιθέτως, τους ωθεί να νομίζουν ότι ζουν σε «κόσμο όμορφο αγγελικά πλασμένο», δίχως συνείδηση ευθύνης όπου πάντοτε θα προσμένουν απαιτητικά την αέναη στήριξη από το κράτος ή την οικογένειά τους.
Τέλος, η μείωση του γυμνασιακού προγράμματος κατά τρεις ώρες για προγράμματα πολιτιστικά, περιβαλλοντικά, αγωγής υγείας και σταδιοδρομίας, ενισχυτική διδασκαλία ή ομίλους ενδιαφερόντων θα πρέπει να υλοποιείται με την στήριξη και την εποπτεία των σχολικών συμβούλων. Η χρήση του τρίωρου για συνεδριάσεις του συλλόγου των εκπαιδευτικών είτε για συνεργασίες μεταξύ των εκπαιδευτικών ενδέχεται να καταλήξει σε «κενές ώρες» με τους μαθητές στο προαύλιο ή και έξω από την σχολική μονάδα, στοιχείο το οποίο πρέπει να απασχολήσει το νομοθέτη καθώς συνδέεται με ζητήματα της υγείας και της ασφάλειάς τους.
Πέρα από τις παραπάνω αλλαγές υπάρχουν βασικά ζητήματα της διδασκαλίας και της αξιολόγησης των μαθητών/μαθητριών του Γυμνασίου προκειμένου να βελτιωθεί η ποιότητα του παρεχόμενου εκπαιδευτικού έργου και τα οποία δεν θίγει ο νομοθέτης. Ατυχώς, ηδιερεύνηση της μαθησιακής ετοιμότητας κάθε μαθήτριας και μαθητή, τα αποτελέσματα της διδασκαλίας, οι ποικίλοι παράγοντες που επιδρούν στην διδακτική και την μαθησιακή προσπάθεια, η αξιολόγηση της πολυεπίπεδης ανάπτυξής τους ώστε να οδηγούνται στην «ατομική αριστεία» τους καθώς κάθε άνθρωπος αποτελεί ιδιαιτερότητα και όχι απρόσωπη μονάδα και η επαγγελματική στήριξη και ανάπτυξη των εκπαιδευτικών σε θέματα σχεδιασμού της διδασκαλίας τους και αξιολόγησης των μαθητών τους ώστε να ενισχύονται οι εξουθενωμένοι εκπαιδευτικοί σε καιρούς χαλεπούς εργαζόμενοι υπό αντίξοες συνθήκες όπως η πτώση του κύρους του εκπαιδευτικού επαγγέλματος/λειτουργήματος, οι αυξημένες πιέσεις από πολλαπλές πηγές, η μείωση των μισθών τους, ο υψηλός μέσος ηλικιακός όρος και ο παγιωμένος συνδικαλιστικός λόγος και οι αντίστοιχες πρακτικές τους παραπέμπονται σε ένα απροσδιόριστο μέλλον.
Τελικά, λίγες εβδομάδες μετά τους Ολυμπιακούς Αγώνες του Ρίο 2016 και εν μέσω των Παρα-Ολυμπιακών Αγώνων όλοι είδαμε τις προσπάθειες των ελληνίδων και ελλήνων αθλητών και κατανοήσαμε ότι «ουκ έστι βασιλική οδός δια την γεωμετρία». Η επιτυχία κάθε αθλητή και κατ’ επέκταση κάθε ανθρώπου προϋποθέτει τουλάχιστον τρία στοιχεία: κόπο σε βάθος χρόνου, επιμονή στην υπερπήδηση των δυσκολιών και την αίσθηση ότι επιδιώκει κάτι σπουδαίο. Κάθε τι άλλο φέρει αδιαφορία, στασιμότητα και απογοήτευση. Γι’ αυτό θα ήταν φρόνιμο ο νομοθέτης να προβληματιστεί εκ νέου για την ουσιαστική αναβάθμιση των γυμνασιακών σπουδών. Αλλιώς, τα ίδια τα παιδιά θα εκλάβουν το Γυμνάσιο ως κάτι μικρό, εύκολο και γρήγορο και θα απασχολήσουν τον χρόνο τους με κάθε μορφής κοινωνικά δίκτυα, βίντεο και παιχνίδια εν ώρα μαθήματος ή διαλείμματος, εντός ή και εκτός χώρων διδασκαλίας σε βάρος της ακαδημαϊκής μάθησης και της πολυεπίπεδης ανάπτυξής τους.