Αν ζούσε σήμερα ο Αίσωπος – πράγμα που ο ίδιος θα απευχόταν βέβαια – θα έπρεπε να αναδιατυπώσει τον αρχέτυπο μύθο του περί της «ανθρώπινης καμπούρας» προς δύο κατευθύνσεις, γράφει ο Βασίλειος Δαλαμάγκας.
Του Βασίλειου Δαλαμάγκα
Ομ. Καθηγητή Πανεπιστημίου Αθηνών, Τμήμα Οικονομικών Επιστημών
Αν ζούσε σήμερα ο Αίσωπος – πράγμα που ο ίδιος θα απευχόταν βέβαια – θα έπρεπε να αναδιατυπώσει τον αρχέτυπο μύθο του περί της «ανθρώπινης καμπούρας» προς δύο κατευθύνσεις.
Η πρώτη αναδιατύπωση θα αφορούσε στο μειονέκτημα της όρασης να καλύπτει το ήμισυ μόνο (δηλ. τις 180ο) του δυνητικού οπτικού πεδίου, εφόσον ο άνθρωπος δεν διαθέτει μάτια και στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι μπορεί να βλέπει την «καμπούρα» των άλλων, όχι όμως και τη δική του (εν απουσία καθρέπτη). Στα απλά οικονομικά, η μειονεκτική μας όραση μπορεί να παρατηρήσει την ανορθολογική συμπεριφορά όλων των άλλων πλην του εαυτού μας. Ειδικότερα:
Μια τέτοια καθολική έλλειψη αυτογνωσίας, αυτοκριτικής και αντικειμενικής θεώρησης των πραγμάτων είναι από μόνη της ικανή να παρεμβάλει ανυπέρβλητα εμπόδια σε οποιαδήποτε σοβαρή προσπάθεια ανάταξης της ελληνικής οικονομίας. Ο λόγος είναι ότι κάθε εξυγιαντική προσπάθεια χρειάζεται ορθή διάγνωση της ασθένειας από τον γιατρό (ασκούντες την οικονομική πολιτική) και πιστή εφαρμογή της υποδεικνυόμενης θεραπείας από τον ασθενή (εκλογικό σώμα). Η προσχηματική μετάθεση ευθυνών από τον ένα φορέα στον άλλο και η συνακόλουθη αδράνεια στην εφαρμογή των σωστών μέτρων οδηγούν αναπόδραστα στη διαιώνιση της παρούσας αδιέξοδης κατάστασης.
Η δεύτερη αναδιατύπωση, που θα έπρεπε να εισαγάγει ο Αίσωπος στο μύθο του, επεκτείνεται πέρα από το φυσικό, εξωγενές εμπόδιο του περιορισμού της όρασης στο μισό δυνητικό οπτικό πεδίο. Η ανθρώπινη όραση έχει και παθογένειες, επίκτητες ή κληρονομικές, που εμποδίζουν την πλήρη αξιοποίηση των δυνατοτήτων του οφθαλμού. Έτσι, η ημιμάθεια και η ημιπληροφόρηση καθιστούν το εκλογικό σώμα «ημίτυφλο» στην προσπάθεια που καταβάλλει (αν καταβάλλει) για την αναζήτηση της αλήθειας. Ομοίως, η εύλογη τάση των δανειστών να δίνουν προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση των δικών τους συμφερόντων και στην ικανοποίηση της δικής τους κοινής γνώμης τους προκαλεί ένα είδος τύφλωσης κατά την εκτίμηση των κοινωνικών παρενεργειών της οικονομικής τους συνταγής. Τέλος, το σχετικά μικρό χρονικό διάστημα (των 2-4 ετών) διακυβέρνησης της χώρας από το εκάστοτε κόμμα εξουσίας καθιστά τους διαμορφωτές της οικονομικής πολιτικής «μύωπες». Ο σχεδιασμός τους δηλαδή, οι στόχοι και οι επιδιώξεις τους εξαντλούνται στο ασφυκτικό πλαίσιο του βραχύβιου εκλογικού κύκλου.
Ο δικός μας σκοπός είναι να επικεντρώσουμε την ανάλυσή μας στο μυωπικό σύνδρομο του ελληνικού πολιτικού συστήματος. Θα απαιτούσε την παρέμβαση άλλων επιστημονικών κλάδων για να ερμηνευθεί η συμπεριφορά του ελληνικού εκλογικού σώματος, το οποίο πρώτα ψηφίζει και μετά «βρίζει», ενώ θα έπρεπε πρώτα να βρίζει τους ανίκανους υποψηφίους, για να τους απομακρύνει από τον πολιτικό στίβο, και μετά να ψηφίζει. Θα απαιτείτο επίσης η επίκληση των αρχών, που πρέπει να διέπουν τις διακρατικές σχέσεις, στο πλαίσιο μιας οιονεί συνομοσπονδίας κρατών, για να αναλυθεί ο τρόπος σκέψης και δράσης των δανειστών μας. Πιστεύουμε όμως ότι, αν διαπραγματευθούμε συνοπτικά το μυωπικό πρόβλημα των πολιτικών μας, θα απαντηθεί το 70% περίπου των ερωτημάτων, που σχετίζονται με τα αίτια της σημερινής κρίσης και τις προοπτικές εξόδου από αυτήν.
Το μόνιμο μυωπικό χαρακτηριστικό – χωρίς ιδεολογικό υπόβαθρο – του ελληνικού πολιτικού συστήματος είναι η προσπάθεια αναρρίχησης στην εξουσία, ανεξαρτήτως κόστους για την εθνική οικονομία. Για να επιτευχθεί ο υπέρτατος αυτός στόχος, απαιτείται η συνδρομή δύο παραγόντων. Πρώτον, η μεγιστοποίηση, έστω και προσωρινά, του κοινωνικού οφέλους, μέσω της διενέργειας καταναλωτικών-κοινωνικών δαπανών, συνήθως πέρα από τα όρια αντοχής της οικονομίας. Δεύτερον, η ελαχιστοποίηση του πολιτικού κόστους, μέσω της συγκρατημένης αύξησης των φορολογικών εσόδων, σε επίπεδα ανεπαρκή για να καλύψουν τις επεκτεινόμενες δαπάνες, με αποτέλεσμα τη διεύρυνση των ελλειμμάτων στον προϋπολογισμό. Η υποκρυπτόμενη συλλογιστική είναι ότι οι ευνοϊκές επιπτώσεις από τις αυξημένες κοινωνικές παροχές γίνονται αμέσως αντιληπτές και μεταφράζονται σε ψήφους, κατά την επερχόμενη εκλογική αναμέτρηση. Αντίθετα, το μακροχρόνιο κόστος από το διογκούμενο δημόσιο χρέος θα το επωμιστούν οι επόμενες κυβερνήσεις, δηλ. οι μελλοντικές γενεές.
Η εξέλιξη του δημόσιου χρέους – πηγή όλων των δεινών της τελευταίας επταετίας – αποτελεί το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα ανεύθυνης, αν όχι καταστροφικής διαχείρισης των δημόσιων οικονομικών από το πολιτικό σύστημα. Το δημόσιο χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ τριπλασιάστηκε, από 30% σε 90%, κατά την περίοδο 1980-1990, και διπλασιάστηκε, από 90% σε 180% περίπου, κατά την περίοδο 1991-2016.
Η διόγκωση του δημόσιου χρέους αποτελεί την πιο εμφανή, όχι όμως και μοναδική, περίπτωση της κοντόφθαλμης πολιτικής διαχείρισης των ανεπαρκών δημόσιων πόρων από το πολιτικό σύστημα. Όλες σχεδόν οι κυβερνήσεις, από το 1980 και μετά, προσφεύγουν στην προσφιλή πρακτική της περικοπής των δημόσιων επενδύσεων για να συντηρήσουν έναν γραφειοκρατικό και αναποτελεσματικό δημόσιο τομέα και ένα κατ΄ επίφαση κοινωνικό πλαίσιο προστασίας, που δεν είναι βιώσιμο, με βάση τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Με τη μέθοδο αυτή, η κοινή γνώμη μένει ευχαριστημένη βραχυχρόνια και τα κρατικά ελλείμματα εμφανίζονται κατά τι μικρότερα, ενώ το κόστος από την υποβάθμιση των εγχώριων υποδομών μεταφέρεται στις επόμενες κυβερνήσεις και γενεές.
Το δεύτερο «κρούσμα» πολιτικής μυωπίας, με ιδεολογικό αυτή τη φορά περιεχόμενο, έχει να κάνει με το δίλημμα της πολιτικής εξουσίας σε σχέση με το στόχο (στόχους) της δημοσιονομικής πολιτικής, που σκοπεύει να προωθήσει. Κατά τα γνωστά, τέσσερις είναι οι δυνάμενοι να υλοποιηθούν δημοσιονομικοί στόχοι:
Το ελληνικό πολιτικό σύστημα πάσχει από τόσο υψηλό βαθμό μυωπίας, ώστε εμφανίζεται να αγνοεί δύο βασικές αρχές:
Το πρόβλημα της επιλογής του κατάλληλου μείγματος είναι πολυσύνθετο, διότι εμπλέκονται πολλοί παράγοντες (ιδεολογικοί, πολιτικοί, κοινωνικοί, οικονομικοί, νομικοί, θεσμικοί κ.ο.κ.). Ειδικότερα, στην οικονομική θεωρία και πρακτική, η επιλογή μεταξύ αναδιανομής (equity) και ανάπτυξης ή αποτελεσματικότητας του παραγωγικού μηχανισμού (efficiency) είναι από τα πλέον ακανθώδη ζητήματα, με πλήθος αντιμαχόμενων απόψεων. Από τη μία μεριά, η αναδιανομή συμβάλλει στον περιορισμό της φτώχειας και της περιθωριοποίησης των λιγότερο ευνοημένων ομάδων του πληθυσμού, εξασφαλίζοντας την κοινωνική γαλήνη. Από την άλλη όμως, η υπέρμετρη φορολόγηση των ικανών και μοχθούντων για να χρηματοδοτηθούν οι παροχές προς τις ευπαθείς ομάδες εξασθενεί το κίνητρο για εργασία τόσο αυτών, που λαμβάνουν τις παροχές (δηλ. εισόδημα χωρίς κόπο), όσο και αυτών, που επιβαρύνονται φορολογικά, με αποτέλεσμα να ενισχύεται μεν η κατανάλωση, αλλά να εξασθενεί η αποταμίευση, η επένδυση και η αναπτυξιακή διαδικασία.
Στο θέμα λοιπόν της επιλογής του ενδεικνυόμενου μείγματος ισότητας (αναδιανομής) και αποτελεσματικότητας (ανάπτυξης), το μυωπικό πολιτικό μας σύστημα έχει αποτύχει πολλαπλώς. Η αιτία είναι ότι η αναδιανομή εξασφαλίζει αμέσως ψήφους, ενώ η ανάπτυξη απαιτεί χρόνο, κεφάλαια και θυσίες. Ούτε καν η συσσωρευμένη εμπειρία των περασμένων δεκαετιών, ιδίως της δεκαετίας του ΄80, δεν φαίνεται να έχει διδάξει τους ασκούντες την κρατική εξουσία. Ακόμη και την τελευταία διετία, το κυρίαρχο πολιτικό σύνθημα ήταν η αναδιανομή ενός μειούμενου εθνικού εισοδήματος: Η τέλεια συνταγή, που οδηγεί στην εξίσωση όλων προς τα κάτω, στη διαιώνιση των αρνητικών ρυθμών ανάπτυξης και, τελικά, στη φτωχοποίηση ολόκληρου του πληθυσμού. Επειδή οι ιδεολογικές αγκυλώσεις έρχονται κάποια στιγμή σε σύγκρουση με την πραγματικότητα, όχι βέβαια χωρίς κόστος, το σύνθημα αυτό αντικαταστάθηκε με έναν πρωτόγνωρο όρο, τη «δίκαιη ανάπτυξη».
Καταρχάς, θα πρέπει να τονιστεί ότι η ανάπτυξη εξ ορισμού δεν μπορεί ποτέ να είναι δίκαιη, τουλάχιστον στις πρώτες φάσες της. Και αυτό, διότι η βιώσιμη αναπτυξιακή διαδικασία προϋποθέτει συσσώρευση πλούτου, δηλ. μαζικές επενδύσεις, σημαντικά κέρδη που να επανεπενδύονται, φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον, ευνοϊκό φορολογικό-θεσμικό πλαίσιο, ευέλικτο εργασιακό καθεστώς κοκ. Πρόκειται για πάγιες, καθιερωμένες αρχές-πρακτικές, που υιοθέτησαν επί σειρά αιώνων όλες οι σημερινές, προηγμένες, βιομηχανικές χώρες (Ιαπωνία, Κίνα, Ρωσία, Μεγάλη Βρετανία, Δυτική Ευρώπη κλπ.).
Η μακραίωνη δουλεία (15ος-18ος αιώνας) στέρησαν τη δυνατότητα από την Ελλάδα να συσσωρεύσει πλούτο και από τον πληθυσμό της να ενσωματώσει στο «DNA» του το υγιές, επιχειρηματικό πνεύμα, την καινοτόμο αναπτυξιακή κουλτούρα και την αναγκαιότητα ύπαρξης ενός αποτελεσματικού διοικητικού μηχανισμού. Άλλωστε, ο Έλληνας διακρινόταν κυρίως για τις επιδόσεις του στο εμπόριο.
Η κατάσταση όμως αυτή είναι υπό όρους αναστρέψιμη. Το εργατικό-επιστημονικό δυναμικό έχει τις απαιτούμενες ικανότητες και γνώσεις για να επανεκκινήσει την οικονομία. Η ενεργοποίησή του όμως απαιτεί την εισαγωγή κεφαλαίου και τεχνογνωσίας, με τη μορφή κυρίως των άμεσων ξένων επενδύσεων. Και εδώ ο ρόλος του πολιτικού συστήματος είναι καταλυτικός. Θα πρέπει να αποβάλει τις μυωπικές του προκαταλήψεις και να εφαρμόσει προγράμματα δημοσιονομικής εξυγίανσης (μείωση δαπανών και αύξηση εσόδων, μέσω του δραστικού περιορισμού της φοροδιαφυγής), όπως επίσης και να προωθήσει τις αναγκαίες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις (εξάλειψη γραφειοκρατίας και διαφθοράς, αποτελεσματικός διοικητικός μηχανισμός, ευνοϊκό φορολογικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, ταχεία απονομή της δικαιοσύνης, βελτίωση υπηρεσιών υγείας και εκπαίδευσης κοκ.). Διαφορετικά, η εμπιστοσύνη των ξένων (και εγχώριων) επενδυτών δεν πρόκειται να αποκατασταθεί, οι μακροοικονομικές προοπτικές της χώρας δεν πρόκειται να βελτιωθούν και το στοίχημα της βιώσιμης ανάπτυξης θα χαθεί.
Από τα ανωτέρω, προκύπτει ότι τρία είναι τα σφάλματα, που διαπράττει το σημερινό πολιτικό σύστημα στο σχεδιασμό της οικονομικής του πολιτικής:
Ένας ορθολογικός, μακροοικονομικός προγραμματισμός θα έπρεπε να ακολουθήσει την αντίστροφη διαδικασία:
Το δυσάρεστο είναι ότι τέτοιος σχεδιασμός ήταν και παραμένει άγνωστος για το πολιτικό σύστημα της τελευταίας 35ετίας. Έτσι, εξακολουθούν να εμφανίζονται σήμερα δείγματα γραφής, που συνιστούν απόκλιση από τον εν λόγω σχεδιασμό. Ενδεικτικά, αναφέρουμε ορισμένες από αυτές τις αποκλίσεις:
Επιπρόσθετα, οι διεθνείς αγορές δεν έχουν ιδιαίτερο λόγο να ανησυχούν για το χρέος μας καθεαυτό (στο βαθμό που πειθαρχούμε στις ανειλημμένες δεσμεύσεις προς τους εταίρους μας), δεδομένου ότι οι δανειστές μας έχουν ισχυρό κίνητρο να το αναδιαρθρώνουν, όποτε χρειάζεται, ακόμη και όταν δεν τους το ζητήσουμε. Μια ενδεχόμενη χρεοκοπία της χώρας μας θα έθετε σε ύψιστο κίνδυνο την προοπτική εξόφλησης των δανείων, που μας χορήγησαν.
Λαμβάνοντας υπόψη όλα τα παραπάνω, γεννιέται το ερώτημα κατά πόσο υπάρχει ελπίδα ότι κάποτε το πολιτικό μας σύστημα θα σοβαρευτεί (ωριμάσει), ώστε να ασχοληθεί εποικοδομητικά με τη βελτίωση των προοπτικών της χώρας. Η απάντηση δεν είναι εύκολη: εξαρτάται από το αν και πότε θα αποφασίσει να φορέσει τα σωστά «γυαλιά μυωπίας».