Οι μεταρρυθμίσεις είναι το ζητούμενο για την έξοδο από την κρίση εκτίμησε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, ανοίγοντας την εκδήλωση με θέμα «Οι βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές, οδηγός για το μέλλον της Ελλάδας», διοργάνωσε το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής με το Ίδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ (Konrad Adenauer).
Οι μεταρρυθμίσεις είναι το ζητούμενο για την έξοδο από την κρίση εκτίμησε ο πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας Κυριάκος Μητσοτάκης, ανοίγοντας την εκδήλωση με θέμα «Οι βέλτιστες ευρωπαϊκές πρακτικές, οδηγός για το μέλλον της Ελλάδας», διοργάνωσε το Ινστιτούτο Δημοκρατίας Κωνσταντίνος Καραμανλής με το Ίδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ (Konrad Adenauer).
Στην ομιλία του ο κ. Μητσοτάκης έθεσε το ερώτημα, «γιατί η Πορτογαλία, η Κύπρος και η Ιρλανδία βγήκαν έγκαιρα από την κρίση και η χώρα μας παραμένει στάσιμη εντός μνημονίων;».
Υπογράμμισε ότι στα προγράμματα διάσωσης, στο κομμάτι δημοσιονομικής προσαρμογής, ενώ έπρεπε να υπάρξει μείωση δαπανών, αντίθετα στην Ελλάδα υπήρξε αύξηση των φόρων και έφερε ως παράδειγμα την Κύπρο που κατάφερε, όπως είπε, να βγει από το Μνημόνιο χωρίς να αυξήσει ούτε ένα φόρο.
Αναφέρθηκε και στην προηγούμενη κυβέρνηση της ΝΔ η οποία, όπως υπογράμμισε, «μείωσε τον ΦΠΑ στην εστίαση».
«Σε κάθε πρόγραμμα προσαρμογής υπάρχει πολιτικό κόστος», δήλωσε ο πρόεδρος της Ν.Δ., τονίζοντας ωστόσο ότι «το μεγαλύτερο πολιτικό κόστος είναι η αναβολή δύσκολων πολιτικών αποφάσεων και η ακινησία», και προσέθεσε ότι οι πολιτικές αποφάσεις πρέπει να λαμβάνονται στην αρχή και όχι στο τέλος ενός εκλογικού κύκλου.
Αναφερόμενος στις μεταρρυθμίσεις τόνισε ότι εξαιτίας της «κουλτούρας του ΣΥΡΙΖΑ "όχι σε όλα"», η χώρα οδηγήθηκε στο να μην μπορεί να συνεννοηθεί για τα αυτονόητα και έτσι να μην μπορεί να υπάρξει ένα εθνικό σχέδιο.
Ολοκληρώνοντας την ομιλία του ο κ. Μητσοτάκης υπογράμμισε ότι «ότι αυτό που λείπει είναι η πίστη στις μεταρρυθμίσεις που θα έπειθε τους πολίτες να τις εφαρμόσουν με γνώμονα το συμφέρον του τόπου» και τόνισε ότι «οι μεταρρυθμίσεις είναι σαν τις μεταμοσχεύσεις. Χρειάζονται συμβατότητα του δότη με τον λήπτη».