Πολιτιστικά
Τρίτη, 13 Σεπτεμβρίου 2016 09:05

«Οι Βοστονέζες» τώρα «μιλούν» και ελληνικά

«Οι Βοστονέζες» του Χένρι Τζέιμς (1843 - 1916), η σπουδαία μυθιστορηματική στιγμή ενός από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 19ου αιώνα, και κορυφαίου εκπροσώπου του ρεαλισμού στη λογοτεχνία, κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg.

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]

«Οι Βοστονέζες» του Χένρι Τζέιμς (1843 - 1916), η σπουδαία μυθιστορηματική στιγμή ενός από τους σημαντικότερους Αμερικανούς συγγραφείς του 19ου αιώνα, και κορυφαίου εκπροσώπου του ρεαλισμού στη λογοτεχνία, κυκλοφορεί για πρώτη φορά στα ελληνικά από τις εκδόσεις Gutenberg. Τον Πρόλογο, τη μετάφραση και τις Σημειώσεις της έκδοσης υπογράφει ο Μιχάλης Μακρόπουλος - που τεκμηριωμένα επιλέγει τη θηλυκή εκδοχή του τίτλου, καθώς με αυτόν ο συγγραφέας προσδιορίζει αποκλειστικά τις δύο πρωταγωνίστριές του. Προτού εκδοθεί, το 1886, τo μυθιστόρημα δημοσιεύτηκε σε συνέχειες, από τον Φεβρουάριο του 1885 και για ένα έτος, στο «Century Magazine».

Στο προλογικό του Σημείωμα, ο Μακρόπουλος ξεδιπλώνει έντεχνα σημαντικές πληροφορίες για τις «Βοστονέζες», τον δημιουργό τους  και την εποχή τους, αποφεύγοντας την αποκάλυψη στοιχείων της υπόθεσης που θα μείωναν την αναγνωστική απόλαυση, ενώ παράλληλα διευκρινίζει: «Οι Βοστονέζες δεν είναι μυθιστόρημα δράσης - λιγοστή σ’ όλο το βιβλίο. Είναι βιβλίο σκηνών που περιγράφονται ως την τελευταία λεπτομέρεια, ως την παραμικρή κίνηση και τον πιο μικρό μορφασμό».

Στον πυρήνα της υπόθεσης συναντούμε την εκπρόσωπο της βοστονέζικης καλής κοινωνίας και πρόμαχο της γυναικείας χειραφέτησης Όλιβ Τσάνσελορ, την - λαϊκής καταγωγής - χαρισματική ομιλήτρια Βερίνα Τάραντ και τον -συντηρητικών αντιλήψεων-  δικηγόρο  Μπέιζιλ Ράνσομ, που πολέμησε στον Αμερικανικό Εμφύλιο και προσπαθεί να εξασφαλίσει τα προς το ζην στη Νέα Υόρκη.  Ο Μπέιζιλ  επισκέπτεται την ξαδέλφη του Όλιβ, και όταν παρακολουθεί  μία διάλεξη της Βερίνα, σχετικά με τη γυναικεία χειραφέτηση, εκνευρίζεται  αλλά ταυτόχρονα έλκεται από τη γοητεία της και δεν αργεί να τη διεκδικήσει. Με την Όλιβ να διεκδικεί, επίσης, να μείνει μαζί της η Βερίνα, για να δώσουν αγώνες για τα δικαιώματα του φύλου τους, στήνεται ένα τρίγωνο, με το ερωτικό στοιχείο να κινεί άλλοτε αδρά και άλλοτε υπαινικτικά τις συμπεριφορές.  Γύρω από την κεντρική τριάδα τριγυρνούν άλλες φιγούρες και στήνονται καταστάσεις, πάντα με φόντο τον παλμό της μετεμφυλιακής Αμερικής που μοιάζει να μεταλλάσσεται μέσα από κοινωνικές αλλαγές, ταξικές ανακατατάξεις, δημοκρατική πνοή και σαφώς  μέσα από τη δυναμική εμφάνιση του φεμινισμού.

Το μυθιστόρημα - με το ευφυές και έμμεσα ειρωνικό ύφος του - δεν  έτυχε  καλής αποδοχής από κριτικούς και κοινό – λειτουργώντας και ως  αρνητικός καθρέπτης - όταν κυκλοφόρησε.  Σήμερα, θεωρείται το πιο «αμερικανικό» και πολιτικό έργο του Τζέιμς, το αριστούργημα της μέσης περιόδου του.   

To 1984, μεταφέρθηκε στη μεγάλη οθόνη, σε σκηνοθεσία Τζέιμς Άιβορι, χωρίς επιτυχία. Ωστόσο, η δυνατή ερμηνεία της Βανέσα Ρεντγκρέιβ στον ρόλο της Όλιβ, την συμπεριέλαβε στις υποψηφιότητες των βραβείων Όσκαρ.

Στο Επίμετρο της έκδοσης παρατίθεται κείμενο του Πολωνού συγγραφέα  Τζόζεφ Κόνραντ, με τίτλο «Χένρι Τζέιμς. Μια Αποτίμηση» που δημοσιεύτηκε στο «North American Review» τον Ιανουάριο του 1905. Εκεί, ο σπουδαίος αγγλόφωνος μυθιστοριογράφος - που επηρέασε πολλούς συγγραφείς- αναφέρει, μεταξύ άλλων: «Η κριτική μας ικανότητα βρίσκεται σε αμηχανία μπροστά στη σπουδαιότητα που έχει το έργο του κυρίου Χένρι Τζέιμς. Γίνομαι συχνά κοινωνός του, και απόδειξη για τούτο είναι η θέση των βιβλίων του στα ράφια μου, εκεί όπου μπορώ πιο εύκολα να τα φτάνω. […] Δεν ξέρω σε τι είδους μελάνη βουτά ο κύριος Χένρι Τζέιμς την πένα του, και για την ακρίβεια έχω ακούσει ότι τελευταία υπαγορεύει· αλλά γνωρίζω ότι ο νους του είναι εμβαπτισμένος στα νερά που κυλούν από την πηγή της πνευματικής νιότης. […]

Με τον όγκο και τη δύναμή του, το έργο του μπορεί μάλλον να συγκριθεί με μεγαλειώδη ποταμό. Όλη η δημιουργική τέχνη είναι μαγική, ζωντανεύει το ανίδωτο, με μορφές πειστικές, διαφωτιστικές, γνώριμες κι αναπάντεχες συνάμα, διαπαιδαγωγώντας την ανθρωπότητα, που από τις συνθήκες της ύπαρξής της είναι καταδικασμένη να συλλογιέται μόνιμα τα πιο ασήμαντα ρεύματα της πραγματικότητας».

 

Η εξαιρετική επιλογή του εξώφυλλου της έκδοσης είναι λεπτομέρεια από τον πίνακα «Καλοκαιρινό απόγευμα στη νότια παραλία του Skagen» (1893) του  P. S. Krøyer. Το έργο αποτελεί ζωγραφική αποτύπωση στιγμής που υπήρξε και έχει, μάλιστα, απαθανατιστεί σε φωτογραφία. Δύο γυναίκες στο επίκεντρο, όπως και στο βιβλίο.

Όπως ο ζωγράφος, έτσι και ο συγγραφέας προσπάθησε να αποδώσει κομμάτι ζωής και αναμετρήθηκε με τη ρεαλιστική απόδοσή της. Όσον αφορά την αναμέτρησή του με τον χρόνο, φαίνεται πως όσο αυτός κυλά τόσο μοιάζει αριστοτεχνικά να εξυψώνει την αξία της πένας του.