Η ανθρωπογενής υπερθέρμανση του πλανήτη ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του 1830, ακριβώς όταν η Βιομηχανική Επανάσταση είχε αρχίσει να εδραιώνεται, σύμφωνα με νέα μελέτη υπό την αιγίδα του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας.
Η ανθρωπογενής υπερθέρμανση του πλανήτη ξεκίνησε ήδη από τη δεκαετία του 1830, ακριβώς όταν η Βιομηχανική Επανάσταση είχε αρχίσει να εδραιώνεται, σύμφωνα με νέα μελέτη υπό την αιγίδα του Εθνικού Πανεπιστημίου της Αυστραλίας. Το απρόσμενο εύρημα υποδηλώνει ότι η εκβιομηχάνιση της κοινωνίας είχε αντίκτυπο στην θερμοκρασία της Γης γρηγορότερα από ό,τι πίστευαν οι ειδικοί μέχρι σήμερα.
Η ερευνητική ομάδα χρησιμοποίησε λεπτομερείς αναπαραστάσεις των κλιματικών δεδομένων από τα τελευταία 500 χρόνια για να καθορίσει πότε ακριβώς ξεκίνησε η τρέχουσα τάση υπερθέρμανσης του πλανήτη.
Η ανθρωπογενής κλιματική αλλαγή γενικά θεωρείται περισσότερο ως ένα φαινόμενο του 20ου αιώνα, καθώς οι άμεσες μετρήσεις ήταν σπάνιες πριν από το 1900. Ωστόσο, η νέα μελέτη ανιχνεύει αύξηση της θερμοκρασίας στην Αρκτική και τους τροπικούς ωκεανούς από τη δεκαετία του 1830, μόλις 80 χρόνια αφού η Βιομηχανική Επανάσταση ξεκίνησε στην Αγγλία.
Η σταδιακή αύξηση της θερμοκρασίας αποδίδεται στην αύξηση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που συνδέονται με τη μετάβαση από μια αγροτική σε βιομηχανική κοινωνία. Σύμφωνα με την έρευνα, τη δεκαετία του 1830 η συγκέντρωση αερίων του θερμοκηπίου στην ατμόσφαιρα ήταν στα 280 μέρη ανά εκατομμύριο, αλλά από εκείνο το σημείο αυξήθηκαν σταδιακά. Μέχρι το 1900 η συγκέντρωση έφτασε τα 295 μέρη ανά εκατομμύριο, αντιπροσωπεύοντας μια μικρή αλλά μετρήσιμη επίδραση της εκβιομηχάνισης στην ατμόσφαιρα.
Η ομάδα των 25 επιστημόνων από τις ΗΠΑ, την Αυστραλία, την Ευρώπη και την Ασία χρησιμοποίησε προσομοιώσεις κλιματικών μοντέλων και δεδομένα από το φυσικό αρχείο που περιέχονται σε κοράλλια, δαχτυλίδια δέντρων, διακοσμήσεις σπηλαίων και πυρήνες πάγου, ώστε να καταγράψουν τις μεταβολές του κλίματος στους ωκεανούς και τις ηπείρους του κόσμου.
Αξίζει να σημειωθεί ότι η αύξηση της θερμοκρασίας καθυστέρησε στο νότιο ημισφαίριο κατά περίπου 50 χρόνια. Αυτό ίσως οφείλεται στα ρεύματα στους νότιους ωκεανούς που απομακρύνουν τα θερμότερα νερά από την Ανταρκτική.