Απόψεις
Παρασκευή, 26 Αυγούστου 2016 07:00

Γιατί να μείνουν οι 100 δόσεις

'Eνας από τους βασικούς λόγους αποτυχίας των τριών διαδοχικών μνημονίων που εφαρμόζονται στη χώρα μας είναι η ανυπαρξία επαφής με την οικονομική πραγματικότητα εκείνων που χαράσσουν την πολιτική, είτε είναι μέλη των κυβερνήσεων είτε μέλη της τρόικας, γράφει ο Πάνος Φ. Κακούρης.

Από την έντυπη έκδοση

Του Πάνου Φ. Κακούρη
 [email protected]

'Eνας από τους βασικούς λόγους αποτυχίας των τριών διαδοχικών μνημονίων που εφαρμόζονται στη χώρα μας είναι η ανυπαρξία επαφής με την οικονομική πραγματικότητα εκείνων που χαράσσουν την πολιτική, είτε είναι μέλη των κυβερνήσεων είτε μέλη της τρόικας.

Ενδεικτικό παράδειγμα αποτελεί η ρύθμιση των 100 δόσεων, την οποία νομοθέτησε το 2015 η κυβέρνηση παρά τις αντιδράσεις της τρόικας και εντάχθηκαν χιλιάδες οφειλέτες του Δημοσίου και των ασφαλιστικών ταμείων, όμως αρκετοί δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν, επειδή το βάρος ήταν μεγάλο, μειώθηκε περαιτέρω ο τζίρος, είτε δημιούργησαν νέα χρέη.

Πρόσφατα, ο αναπλ. υπουργός Οικονομικών Τρύφων Αλεξιάδης είπε πως η ρύθμιση των «100» έχει τελειώσει και πως οι οφειλέτες θα πρέπει να αξιοποιήσουν τις υφιστάμενες ρυθμίσεις των 12 ή των 24 δόσεων. Δεν άφησε κανένα περιθώριο, λέγοντας έστω πως «θα το δούμε με τους θεσμούς». Ίσως ήταν ειλικρινής, υπό την έννοια ότι οι θεσμοί δεν θέλουν ούτε να ακούνε για νέα ρύθμιση.

Σε άλλο μήκος κύματος, ο υπουργός Εργασίας Γιώργος Κατρούγκαλος είπε πως για τα Ταμεία δεν έχει τελειώσει η ρύθμιση των 100 δόσεων και πως θα το διαπραγματευτούν τον Σεπτέμβριο με τους θεσμούς.

Επειδή όμως τίποτα δεν είναι βέβαιο, πρέπει να επισημάνουμε, προς κυβέρνηση και θεσμούς, πως τη ρύθμιση των 100 δόσεων τη χρειάζονται εκείνοι που θέλουν να πληρώσουν φόρους και εισφορές και όχι οι «μπαταχτσήδες». Οι δεύτεροι, όσες δόσεις και αν νομοθετηθούν, δεν πρόκειται να πληρώσουν, γιατί έχουν βρει τρόπους να ξεφεύγουν από τα μέτρα του ΥΠΟΙΚ.

Ακόμη, όταν ο επιχειρηματίας ή ο μισθωτός οφειλέτης ζητεί περισσότερες δόσεις για να εξοφλήσει τους φόρους ή τις υποχρεώσεις του προς τα Ταμεία, φανερώνει αφενός την πρόθεσή του να πληρώσει, με μια διευκόλυνση (όχι χαριστική), αφετέρου εκπέμπει σήμα πως δεν δύναται να ανταποκριθεί στην υφιστάμενη ροή πληρωμών.

Μια επιχείρηση που βρίσκεται στην «κόκκινη γραμμή», ως κράτος και ως τρόικα, πώς την αντιμετωπίζεις; Τη διευκολύνεις να διασφαλίσει την επιβίωσή της και να λάβεις σε βάθος χρόνου τόσο τα οφειλόμενα όσο και νέους φόρους που θα αποδώσει στο μέλλον ή προχωρείς σε κατασχέσεις και την κλείνεις, χάνοντας και τους βεβαιωμένους φόρους και εκείνους που θα βεβαιώνονταν εάν έμενε ζωντανή;

Εκτός και αν, όπως επισημαίνει ο οικονομολόγος Joseph Stiglitz, η τρόικα θα εξακολουθήσει να ασχολείται στην Ελλάδα με το μέγεθος της φρατζόλας του ψωμιού και τη διάρκεια του γάλακτος και όχι με τα ουσιώδη.