Στη σύλληψη τριών Ελλήνων (ενός 48χρονου, ενός 38χρονου και μιας 38χρονης) σε περιοχή της Θεσσαλονίκης για λαθρεμπόριο υγρών καυσίμων προχώρησε η Αστυνομία.
Στη σύλληψη τριών Ελλήνων (ενός 48χρονου, ενός 38χρονου και μιας 38χρονης) σε περιοχή της Θεσσαλονίκης για λαθρεμπόριο υγρών καυσίμων προχώρησε η Αστυνομία.
Στη δικογραφία που σχηματίστηκε περιλαμβάνονται άλλος ένας Έλληνας και ένας υπήκοος Αλβανίας, ιδιοκτήτης και συνιδιοκτήτης οχήματος μεταφοράς υγρών καυσίμων, αντίστοιχα, οι οποίοι αναζητούνται.
Ειδικότερα, μετά από καταγγελία στο Κέντρο Άμεσης Δράσης Θεσσαλονίκης, εντοπίστηκε σε πρατήριο υγρών καυσίμων επικαθήμενο όχημα μεταφοράς καυσίμων, όπου επέβαινε ο 48χρονος συλληφθείς και το οποίο μετέφερε ποσότητα υγρών καυσίμων.
Σύμφωνα με την ΕΛΑΣ, όπως διαπιστώθηκε κατά τον έλεγχο στο όχημα, οι τέσσερις από τις οκτώ δεξαμενές του περιείχαν 14.250 λίτρα υγρών καυσίμων, για τα οποία δεν επεδείχθησαν από τον οδηγό τα νόμιμα παραστατικά για την κατοχή και διακίνησή τους (δελτίο αποστολής ή άλλο νόμιμο συνοδευτικό έγγραφο).
Επίσης, προέκυψε ότι μέρος των υγρών καυσίμων επρόκειτο να παραδοθεί στο συγκεκριμένο πρατήριο, ενώ άμεσα αναζητήθηκαν και συνελήφθησαν η 38χρονη ιδιοκτήτρια και ο 38χρονος υπάλληλος του πρατηρίου.
Οι διαφυγόντες δασμοί και φόροι εκτιμάται, ότι υπερβαίνουν το χρηματικό ποσό των 15.000 ευρώ.
Το βυτιοφόρο που χρησιμοποιήθηκε για τη μεταφορά του καυσίμου κατασχέθηκε.
Επίσης από το πρατήριο υγρών καυσίμων λήφθηκαν φορολογικά στοιχεία προκειμένου να διενεργηθεί πλήρης φορολογικός έλεγχος και πραγματοποιήθηκε ποσοτική καταμέτρηση των υγρών καυσίμων.
Παράλληλα, ενημερώθηκαν οι αρμόδιες Τελωνειακές Αρχές για τον προσδιορισμό και την οριστική βεβαίωση των διαφυγόντων δασμών και φόρων.
Οι συλληφθέντες με τη σε βάρος τους σχηματισθείσα δικογραφία οδηγήθηκαν στον Εισαγγελέα Πρωτοδικών Θεσσαλονίκης.
Υπενθυμίζεται ότι οι πολίτες μπορούν να επικοινωνούν, ανώνυμα ή επώνυμα, στον τηλεφωνικό αριθμό 11012 ή στις ηλεκτρονικές διευθύνσεις [email protected] & [email protected] της Διεύθυνσης Οικονομικής Αστυνομίας, για να παρέχουν πληροφορίες ή να καταγγέλλουν παράνομες και επίμεμπτες ενέργειες ή δραστηριότητες κατά του τομέα της οικονομίας, της δημόσιας περιουσίας, καθώς και της κοινωνικής και ασφαλιστικής πρόνοιας και των δικαιωμάτων.