Ένα μικρό νησιωτικό χωριό στη δυτική ακτή της Αλάσκας, όπου οι ισχυρές καταιγίδες είναι συνηθισμένο φαινόμενο, ετοιμάζεται να μετακινήσει όλη την κοινότητά του σε ασφαλέστερο έδαφος, λόγω της έντονης διάβρωσης των ακτών.
Ένα μικρό νησιωτικό χωριό στη δυτική ακτή της Αλάσκας, όπου οι ισχυρές καταιγίδες είναι συνηθισμένο φαινόμενο, ετοιμάζεται να μετακινήσει όλη την κοινότητά του σε ασφαλέστερο έδαφος, λόγω της έντονης διάβρωσης των ακτών.
Η κοινότητα των Εσκιμώων Ινουπιάτ στο Σισμάρεφ θα διοργανώσει μια ειδική ψηφοφορία στις 16 Αυγούστου, ζητώντας από τους κατοίκους να αποφασίσουν αν θα μετακινηθεί η κοινότητα σε κοντινή απόσταση στην ηπειρωτική χώρα ή αν θα παραμείνει στη θέση της με την προσθήκη προστασιών, όπως την επέκταση μόλων και άλλων ενισχυμένων κατασκευών.
Όποιο σενάριο και να επιλεχθεί από την ψηφοφορία θα έχει κόστος εκατομμύρια, χρήματα που η κοινότητα των σχεδόν 600 ατόμων δεν διαθέτει. Η χρηματοδότηση από την κυβέρνηση αντιμετωπίζει διάφορες δυσκολίες, και παράλληλα η διάβρωση συνεχίζει να «ροκανίζει» την ακτογραμμή, ανατρέποντας τουλάχιστον δύο σπίτια και πλησιάζοντας τα υπόλοιπα.
Η διάβρωση του εδάφους επηρεάζει και άλλες παράκτιες κοινότητες και αποτελεί ένα κλιμακούμενο πρόβλημα, αποδιδόμενο στην κλιματική αλλαγή, που έχει επηρεάσει τη συχνότητα και ένταση των καταιγίδων στην περιοχή. Το Σισμάρεφ, χτισμένο πάνω σε ένα στενό νησί ακριβώς βόρεια του Βερίγγειου Πορθμού, έχει αναγνωριστεί ως μία από τις κοινότητες της Αλάσκας με το μεγαλύτερο κίνδυνο, και μεταξύ εκείνων που θα χρειαστούν τελικά μετεγκατάσταση.
Ο δήμαρχος της κοινότητας, Χάουαρντ Γουεγιουάννα ο πρεσβύτερος προκρίνει την επιλογή παραμονής στην τρέχουσα τοποθεσία, 966 χιλιόμετρα βορειοδυτικά του Άνκορατζ, καθώς θα έχει σαφώς χαμηλότερο κόστος. Επιπλέον η μετακίνηση ίσως απαιτήσει τη μετεγκατάσταση κατοίκων σε άλλες παράκτιες πόλεις, και η ένωση κοινοτήτων είναι απαράδεκτη για πολλούς ντόπιους.
Το χωριό είχε ήδη σκεφτεί την ιδέα της μετεγκατάστασης από τα μέσα της δεκαετίας του 1970 αλλά η χρηματοδότηση ήταν από τότε πρόβλημα. Εξάλλου, η συμμετοχή σε ψηφοφορία του 2002 ήταν ιδιαίτερα χαμηλή.