Δίκτυο διακίνησης νοθευμένου ελαιόλαδου στη βόρεια Ελλάδα εντόπισε ο ΕΦΕΤ και σε συνεργασία με την Οικονομική Αστυνομία ξεκίνησε η διαδικασία εξάρθρωσής του.
Δίκτυο διακίνησης νοθευμένου ελαιόλαδου στη βόρεια Ελλάδα εντόπισε ο ΕΦΕΤ και σε συνεργασία με την Οικονομική Αστυνομία ξεκίνησε η διαδικασία εξάρθρωσής του.
Ειδικότερα, η Περιφερειακή Διεύθυνση του ΕΦΕΤ Κεντρικής Μακεδονίας, συνεργαζόμενη τόσο µε τη Χημική Υπηρεσία Μακεδονίας – Θράκης (Υποδιεύθυνση Θεσσαλονίκης – Τμήμα Α’) που διεξήγαγε τις χηµικές αναλύσεις όσο και με την Υποδιεύθυνση Οικονομικής Αστυνομίας Βορείου Ελλάδος, διαπίστωσε την εμπορία προϊόντων τα οποία, ενώ επισηµαίνονταν ως εξαιρετικά παρθένα ελαιόλαδα ή ως ελαιόλαδα, ήταν στην πραγματικότητα σπορέλαια τεχνητά χρωματισμένα, αγνώστου προέλευσης.
Ως παρασκευαστής φέρονταν ανύπαρκτο/α φυσικό/ά πρόσωπο/α, κάνοντας χρήση ανύπαρκτου/πλαστού κωδικού τυποποιητικής μονάδας ελαιολάδου (κωδικός EL), ενώ η επισήμανση των προϊόντων παράπεμπε σε τοπωνύμια γνωστά για την ποιότητα του παραγόμενου ελαιολάδου, χωρίς βέβαια να έχουν ουδεμία σχέση με αυτά.
Συγκεκριμένα, σύμφωνα με την ανακοίνωση του ΕΦΕΤ, πρόκειται για την εμπορική επιχείρηση «ΜΑΡΚΟΥΛΑΚΗΣ ΕΜΜΑΝΟΥΗΛ» με έδρα τη Σταυρούπολη Θεσσαλονίκης και ΑΦΜ 041316453/Δ.Ο.Υ. Αμπελοκήπων, η οποία διακινούσε σε καταστήματα λιανικής στη βόρειο Ελλάδα -ξεπερνούσαν τα 100- νοθευμένα με σπορέλαια και χρωστικές ελαιόλαδα, που αφορούσαν τις εμπορικές επωνυμίες «ΑΤΛΑΝΤΙΣ» σε συσκευασίες των 5 λίτρων και 1 λίτρου, «ΠΙΘΑΡΙ» και «ΑΡΚΑΔΙ» σε συσκευασίες των 5 λίτρων.
Ο φορέας καλεί τους καταναλωτές που έχουν ήδη προμηθευτεί τα προϊόντα αυτά να μην τα καταναλώσουν.
Ο ΕΦΕΤ επισημαίνει ότι συνεχίζει τους ελέγχους στον τομέα του ελαιολάδου για την εξάλειψη του φαινομένου της νοθείας και συστήνει για άλλη μια φορά στους καταναλωτές:
Οι δε επαγγελματίες του χονδρικού ή λιανικού εμπορίου ελαιολάδου θα πρέπει να επιλέγουν με προσοχή τους προμηθευτές τους, διασφαλίζοντας τα πραγματικά τους στοιχεία τα οποία επιβεβαιώνουν την αξιοπιστία τους (διεύθυνση επιχείρησης, εγκαταστάσεις παραγωγής, εγκυρότητα τιμολογίων και άλλων παραστατικών) και τη νομιμότητα της διαδικασίας αγοραπωλησίας.
Τονίζεται, ότι σε περίπτωση μη συμμορφώσεων φέρουν, σύμφωνα με το νόμο, ευθύνη για την οποία και θα τους επιβληθούν διοικητικές και ποινικές κυρώσεις.