Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προτείνοντας την απαλλαγή της Ισπανίας και της Πορτογαλίας από την επιβολή κυρώσεων για μη επίτευξη του στόχου μείωσης του δημόσιου ελλείμματος, διόρθωσε εν μέρει μια αδικία, που θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικά πολιτικά προβλήματα στην Ευρωζώνη και οικονομικά στις δύο χώρες, γράφει ο Νίκος Μπέλλος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Νίκου Μπέλλου
[email protected]
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή, προτείνοντας την απαλλαγή της Ισπανίας και της Πορτογαλίας από την επιβολή κυρώσεων για μη επίτευξη του στόχου μείωσης του δημόσιου ελλείμματος, διόρθωσε εν μέρει μια αδικία, που θα μπορούσε να δημιουργήσει σημαντικά πολιτικά προβλήματα στην Ευρωζώνη και οικονομικά στις δύο χώρες.
Η επικράτηση της απλής λογικής αποτελεί αναμφισβήτητα θετική εξέλιξη για όλους, ωστόσο σε καμία περίπτωση δεν θα πρέπει να εκληφθεί ως στροφή της Ευρωζώνης προς την κατεύθυνση της χαλάρωσης της δημοσιονομικής πειθαρχίας.
Τα όσα μεσολάβησαν τις τελευταίες εβδομάδες σε σχέση με τις δύο χώρες της Ιβηρικής δείχνουν ότι ο συντονισμός των οικονομικών πολιτικών που επέβαλε πριν από τρία χρόνια το Βερολίνο, εν μέσω μιας πρωτοφανούς κρίσης δημόσιου χρέους, δεν λειτουργεί, γιατί δεν υπάρχει καμία ευελιξία, όσο κι αν η Κομισιόν και οι Γερμανοί υποστηρίζουν το αντίθετο.
Η Ισπανία και η Πορτογαλία επλήγησαν καίρια από την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, με αποτέλεσμα να βρεθούν έναν χρόνο αργότερα με διψήφια ελλείμματα σε ποσοστό του ΑΕΠ. Και στις δύο επιβλήθηκαν πολύ σκληρά προγράμματα, στην Πορτογαλία αντίστοιχο εκείνου της Ελλάδας, στην Ισπανία, το δάνειο δόθηκε για τη διάσωση των τραπεζών.
Όπως ήταν φυσικό, η υλοποίηση των προγραμμάτων προκάλεσε μεγάλη μείωση των εισοδημάτων των νοικοκυριών, εκτοξεύοντας τη φτώχεια και την ανεργία σε ιστορικά υψηλά επίπεδα. Και οι δύο χώρες βρίσκονται σήμερα σε φάση «ανάρρωσης», η ανάπτυξη επέστρεψε, αλλά είναι πολύ εύθραυστη.
Η κοινή λογική λέει ότι η Κομισιόν και το Εurogroup θα έπρεπε να δώσουν μια μικρή παράταση στη Μαδρίτη και τη Λισαβόνα για να πετύχουν τους στόχους. Αντί αυτού, υπό την πίεση της Γερμανίας και της Ολλανδίας, η Επιτροπή ενεργοποίησε τη διαδικασία του Συμφώνου Σταθερότητας προωθώντας οικονομικές κυρώσεις.
Τελικά, στο παρά ένα η Επιτροπή υποχώρησε, πρότεινε την ακύρωση των προστίμων, έδωσε περισσότερο χρόνο στις δύο χώρες, οι οποίες από την πλευρά τους θα υποχρεωθούν σε κάποια διορθωτικά μέτρα, που δεν αναμένεται να έχουν μεγάλες παρενέργειες στις οικονομίες.
Είναι προφανές ότι η λύση που βρέθηκε είναι καλή στη λογική ότι αποσοβήθηκαν τα χειρότερα σε μια περίοδο πολλαπλών κρίσεων (Βrexit, προσφυγικό, τρομοκρατία) για την Ε.Ε. Πρόκειται για έναν συγκυριακό συμβιβασμό που δεν στέλνει κάποιο γενικευμένο μήνυμα, οι Γερμανοί υποχώρησαν συνειδητοποιώντας πως δεν γινόταν διαφορετικά, γιατί από μια γενικευμένη κρίση θα έβγαιναν και αυτοί χαμένοι.
Θα μπορούσε να υπάρξει ανάλογη συμβιβαστική απόφαση στο μέλλον και με άλλες χώρες, εάν οι συνθήκες είναι ίδιες με τις σημερινές. Διαφορετικά, τη δημοσιονομική πειθαρχία το Βερολίνο την επέβαλε με πολλές δυσκολίες, δεν πρόκειται να την εγκαταλείψει, ούτε να επιτρέψει τη χαλάρωσή της.