Απόψεις
Τετάρτη, 27 Ιουλίου 2016 13:13

Ο εξισλαμισμός της Τουρκίας και τι συνεπάγεται

Οι νεο-οθωμανικές φιλοδοξίες του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα τον φέρουν, αργά ή γρήγορα, σε πλήρη ρήξη με τη Δύση. Εκτός και αν εξαπατήσει τον ίδιο του τον εαυτό, γράφει ο Αθανάσιος Χ. Παπανδρόπουλος.

Από την έντυπη έκδοση

Tου Αθαν. Χ. Παπανδρόπουλου

Οι νεο-οθωμανικές φιλοδοξίες του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν θα τον φέρουν, αργά ή γρήγορα, σε πλήρη ρήξη με τη Δύση. Εκτός και αν εξαπατήσει τον ίδιο του τον εαυτό;

Κωνσταντινουπολίτης, που το 1999 αποφάσισε να κάνει ακαδημαϊκή καριέρα στο Στρασβούργο, ο καθηγητής Ιστορίας και Πολιτικής Επιστήμης Samim Ackognul, 47 ετών, θεωρείται από τους κορυφαίους Γάλλους ειδικούς σε θέματα μουσουλμανικών και μη μειονοτήτων και τουρκικής πολιτικής. Απαντώντας στο ερώτημά μας κατά πόσον το πραξικόπημα-οπερέτα της 15ης Ιουλίου 2016 βοηθά τον ισλαμιστή Τούρκο πρόεδρο να επιβάλει τη δική του δικτατορία, ο καθηγητής είναι ξεκάθαρος:

«Αν και απορρίπτω κατηγορηματικά τη θεωρία της συνωμοσίας, δεν μπορώ παρά να συμφωνήσω μαζί σας. Η Τουρκία οδεύει πλησίστια προς μία νέα δικτατορία, η οποία ενδέχεται να έχει δραματικές συνέπειες για τις γεωπολιτικές ισορροπίες στην Ευρώπη, τη Μέση Ανατολή και την Κεντρική Ασία. Είναι πλέον ξεκάθαρο ότι το Κόμμα της Δικαιοσύνης και της Ανάπτυξης (AKP) θα αποδυναμώσει τον στρατό από πολιτικής πλευράς, θα υιοθετήσει έναν δογματικό ισλαμισμό και θα καταλάβει πλήρως τη δικαιοσύνη και τη γραφειοκρατία. Έτσι θα ενισχύσει τον νεποτισμό του και θα προκύψει ένα ιδιότυπο ολοκληρωτικό καθεστώς που σίγουρα θα επηρεάσει και την τουρκική εξωτερική πολιτική. Τα πράγματα αλλάζουν προς το χειρότερο στην Τουρκία και αναδιαμορφώνεται μία νέα εθνική ταυτότητα, συμβατή με ένα εκ των άνω επιβαλλόμενο σχέδιο συντηρητικής κοινωνικής μηχανικής».

Στο πλαίσιο αυτών των εξελίξεων (που κάθε άλλο παρά καινούργιες είναι), ειδικοί των τουρκικών υποθέσεων -όπως, για παράδειγμα, ο δρ Ζήνων Τζιάρρας, διδάσκων Ασφάλεια και Γεωπολιτική στο πανεπιστήμιο Central Lancashire στην Κύπρο- επισημαίνουν ότι η Τουρκία υπό το ΑΚΡ απομακρύνεται από τους δυτικούς θεσμούς, τους οποίους και εκβιάζει απροκάλυπτα. Η βαθμιαία κατάργηση του διπολικού κόσμου, η τόνωση της παγκοσμιοποίησης και οι γεωπολιτικές φιλοδοξίες νέων παικτών στη διεθνή σκηνή, όπως η Κίνα, η Ινδία, η Βραζιλία, το Ιράν και η Νότιος Αφρική, έχουν δημιουργήσει ένα τοπίο στο οποίο ο καθένας θέλει να διαθέτει σφαίρες επιρροής, ώστε να διεκδικεί ηγεμονικό ρόλο σε περιφερειακό επίπεδο.

Αν και οι ΗΠΑ παραμένουν η κυρίαρχη παγκόσμια δύναμη, εντούτοις η από μέρους τους έλλειψη ηγεμονίας ενθαρρύνει διάφορες χώρες να προσπαθούν να μεγιστοποιήσουν την ισχύ και τα οφέλη τους.

Το αποτέλεσμα είναι η δημιουργία περιφερειακών συστημάτων γεωπολιτικού και γεωοικονομικού ανταγωνισμού μεταξύ δύο ή περισσότερων δυνάμεων που φιλοδοξούν να καταστούν ηγετικές ή ηγεμονικές δυνάμεις περιορισμένης εμβέλειας, βάσει όχι μόνον υλικών συνιστωσών ισχύος (π.χ. στρατός και οικονομία), αλλά και ιδεολογικών χαρακτηριστικών (π.χ. σουνιτικό ή σιϊτικό πολιτικό Ισλάμ).

Βλέπουμε έτσι να διαμορφώνονται νέες, συχνά παράδοξες, συμμαχίες-συνεργασίες και αντιμαχίες, αλλά και εστίες ενόπλων -και σχετικά μικρής ή μεσαίας έντασης- συγκρούσεων σε περιφερειακό επίπεδο, στις οποίες ωστόσο συμμετέχουν ποικιλοτρόπως και διεθνείς δυνάμεις. Η Μέση Ανατολή είναι μία περιφέρεια όπου οι προαναφερθείσες δυναμικές εκφράζονται ξεκάθαρα, προκαλώντας εμφανείς γεωπολιτικές ανακατατάξεις.

Απτά παραδείγματα αποτελούν οι συγκρούσεις στην Υεμένη, τη Συρία, το Ιράκ και τη Λιβύη. Σε κάθε μία από αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν αντικρουόμενα πολιτικά, οικονομικά ή και ιδεολογικά συμφέροντα. Εξάλλου, ο πλούτος της περιοχής σε ενεργειακούς πόρους, οι ενεργειακοί διάδρομοι που περνούν μέσα από αυτήν και η γεωγραφική της θέση (που μπορεί να λειτουργήσει τόσον ως στρατιωτική βάση όσο και ως βάση για διεθνείς εμπορικές συναλλαγές) δεν είναι δυνατόν να αφήσουν τις Μεγάλες Δυνάμεις αδιάφορες.

«Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, οι βασικοί γεωπολιτικοί “άξονες” που συγκρούονται στη Μέση Ανατολή (και αλλού) σχετίζονται με τον ανταγωνισμό ισχύος που υφίσταται σε παγκόσμιο επίπεδο μεταξύ της Δύσης και, σε γενικές γραμμές, της Ανατολής. Σε περιφερειακό επίπεδο, τα συμφέροντα του δυτικού στρατοπέδου φαίνεται να εκφράζονται από σουνιτικές δυνάμεις, όπως είναι η Τουρκία, η Σαουδική Αραβία, το Κατάρ, αλλά και από το εβραϊκό κράτος του Ισραήλ.

Από την άλλη, το στρατόπεδο της Ανατολής, που περιλαμβάνει κυρίως τη Ρωσία και την Κίνα, σχετίζεται περισσότερο με τις σιϊτικές δυνάμεις, όπως το Ιράν, το καθεστώς Άσαντ της Συρίας, την κεντρική κυβέρνηση της Βαγδάτης στο Ιράκ και τη Χεζμπολάχ του Λιβάνου» αναφέρει στο Φόρεϊν Αφφαίρς ο δρ Ζ.Τ ζιάρρας.

Αποδεικνύει έτσι τον πιθανό ρόλο στην περιοχή μίας Τουρκίας πλήρως εξισλαμισμένης, υπό τον Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν και το κόμμα του.

Ένα κόμμα το οποίο σε προχωρημένο βαθμό από τη μια μεριά έχει υιοθετήσει τη στρατηγική εξουδετέρωσης στο εσωτερικό του κεμαλικού κατεστημένου, όμως, από την άλλη αναθεωρεί την τουρκική εξωτερική πολιτική με βάση θέσεις και απόψεις του πρώην πρωθυπουργού Αχμέτ Νταβούτογλου, περί νέου ηγεμονικού ρόλου της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή και σε ευρύτερο περιφερειακό επίπεδο.

Στο πλαίσιο αυτής της συλλογιστικής, η Τουρκία δείχνει να επιδιώκει έναν ρόλο που θα είναι όσο περισσότερο γίνεται ανεξάρτητος από εξωτερικά κέντρα πολιτικής ισχύος και αποφάσεων, όπως η Δύση και οι ΗΠΑ, και θα προβλέπει την ενοποίηση γεωπολιτισμικού και γεωπολιτικού μετα-οθωμανικού χώρου -δίχως, όμως, αυτό να είναι αυτοσκοπός, τουλάχιστον για την ώρα.

Στην παρούσα φάση, όπως μάς είπε ο καθηγητής S. Ackognul, ο Ερντογάν θα προχωρήσει σε θεσμικές και συνταγματικές ανατροπές, ώστε να κατοχυρώσει ένα προεδρικό σύστημα που θα ελέγχεται απόλυτα από τον ίδιο. Επίσης, θα ξεριζώσει οποιουσδήποτε ελέγχους στο σύστημα αυτό και θα επικαλείται συνεχώς τη λαϊκή βούληση, όπως ήδη πράττει, για να το κάνει όσο πιο αντιδημοκρατικό γίνεται.

«Οι ενθουσιώδεις και ανίκανοι πραξικοπηματίες πίστευαν ότι επρόκειτο να αναμορφώσουν το τουρκικό κράτος και οι δράσεις τους όντως θα επιτύχουν τον στόχο αυτόν - αλλά όχι με τον τρόπο με τον οποίο το οραματίστηκαν.

Περίπου όπως και ορισμένοι Αμερικανοί πολιτικοί και στις δύο πλευρές του φάσματος που ακόμα διαλαλούν την αντίθεσή τους στον πόλεμο του Ιράκ ως απόδειξη της υπέρτατης κρίσης επί της εξωτερικής πολιτικής για κάθε περίσταση, ο Ερντογάν πρόκειται να χρησιμοποιήσει τα γεγονότα ως δικαιολογία για να πάρει ό,τι θέλει στο υπόλοιπο της πολιτικής βασιλείας του. Αυτό περιλαμβάνει ένα νέο σύνταγμα, την καταστολή και την εκκαθάριση κάθε αντιπολίτευσης (σχετιζόμενης με το πραξικόπημα ή οποιασδήποτε άλλης) ή μία διαφαινόμενη αναμέτρηση με τις ΗΠΑ.

Όσο υψηλά κι αν είχε ανέβει ο Ερντογάν πριν, η θέση του τώρα είναι υψηλότερη» γράφει ο Μάικλ Κόπλοου, διευθυντής πολιτικής στο Israel Policy Forum -επισημαίνοντας, όμως, ότι η Τουρκία χάνει το μεγάλο ατού της στρατιωτικής της ισχύος. Ίσως δε αυτή η αποδυνάμωση να εξηγεί και το πρόσφατο τουρκικό φλερτ με τη Ρωσία και το Ισραήλ.

Όπως και να έχουν τα πράγματα, ο σταδιακός εξισλαμισμός της γείτονος αποτελεί, κατά την εκτίμησή μας, σοβαρό πρόβλημα για την ευρύτερη περιοχή, σε μία εποχή όπου το Ισλάμ έχει ήδη καταστεί ωρολογιακή βόμβα για τη διεθνή ειρήνη.