Απόψεις
Τρίτη, 26 Ιουλίου 2016 07:00

Άσφαιρα πυρά

Οι κεντρικές τράπεζες έχουν προβεί από το 2008 σε ενέσεις ρευστότητας άνω των 12 τρισ. ανά τον κόσμο. Η ΕΚΤ, μόνο μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης από τον Μάρτιο του 2015, έχει χορηγήσει 2 τρισ. Τα αποτελέσματα όμως είναι κατώτερα των προσδοκιών, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.

Από την έντυπη έκδοση

Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Οι κεντρικές τράπεζες έχουν προβεί από το 2008 σε ενέσεις ρευστότητας άνω των 12 τρισ. ανά τον κόσμο. Η ΕΚΤ, μόνο μέσω του προγράμματος ποσοτικής χαλάρωσης από τον Μάρτιο του 2015, έχει χορηγήσει 2 τρισ. Τα αποτελέσματα όμως είναι κατώτερα των προσδοκιών. Η οικονομία εκτελεί χαμηλή πτήση και τα καύσιμα, τα εργαλεία νομισματικής πολιτικής, τελειώνουν.

Αναλυτικό αφιέρωμα στο χθεσινό φύλλο της «Ν» διερεύνησε τις συνθήκες που διαμορφώνουν ένα επί μακρόν ασυνήθιστο περιβάλλον χαμηλών έως αρνητικών επιτοκίων, παρατεταμένα χαμηλού πληθωρισμού και υψηλής ανεργίας. Μπροστά στα θετικά πλην πενιχρά αποτελέσματα της ποσοτικής χαλάρωσης, ακόμη και οι υποστηρικτές των επεκτατικών πολιτικών εκφράζουν τον προβληματισμό τους.

Επιμένουν όμως ότι ο Μάριο Ντράγκι άργησε να βγάλει το όπλο από τη ζώνη του ευρώ και σίγουρα δεν συντονίστηκε με τις αντίστοιχες επεμβάσεις της Fed. Προεξοφλούν έτσι το επόμενο βήμα κλιμάκωσης της νομισματικής παρέμβασης: τα λεφτά από το ελικόπτερο. Όμως αυξάνεται πλέον ο κίνδυνος εξάντλησης των εργαλείων νομισματικής πολιτικής στην Ευρωζώνη, όπου τα κόστη χρηματοδότησης ήδη βρίσκονται σε ιδιαίτερα χαμηλά επίπεδα, χωρίς να κάνουν τη μεγάλη διαφορά.

Μέσα σε ένα περιβάλλον πυκνών αβεβαιοτήτων, από το Brexit και την τρομοκρατία έως τον Τραμπ και την Τουρκία, η οικονομική δυσχέρεια των καταναλωτών διατηρεί τις επιχειρήσεις σε καθεστώς stand by. Την ισχνή, εύθραυστη ανάκαμψη από το 2008 σηματοδοτεί η ανισορροπία ανάμεσα στη χαμηλή επένδυση -τουλάχιστον 10% χαμηλότερα από τη μακροπρόθεσμη τάση της- και την υψηλή αποταμίευση· secular stagnation.

Όλοι συμφωνούν στην ανάγκη για επενδύσεις. Οι απόψεις όμως διίστανται για την προέλευση και τον χαρακτήρα τους. Δεν είναι τυχαία η τελευταία παρέμβαση του Chief Economist στο υπουργείο Οικονομικών της Γερμανίας, Ludger Schuknecht (WSJ, 20 Ιουλ). «Σε μια οικονομία της αγοράς, ο ιδιωτικός τομέας είναι υπεύθυνος για τη συντριπτική πλειονότητα των συνολικών επενδύσεων, κατά κανόνα, μεταξύ 80% και 90%».

Η άποψη αυτή, η οποία προκρίνει τις θεσμικές μεταρρυθμίσεις που θα καταστήσουν ανταγωνιστικότερη την οικονομία και βιώσιμη την παραγωγή, έρχεται σε αντίθεση με το σκεπτικό όσων προκρίνουν το κράτος ως όχημα της ανάπτυξης και θεωρούν ότι το χαμηλό κόστος χρηματοδότησης θα πρέπει να αξιοποιηθεί για αύξηση των δημόσιων επενδύσεων.

Είτε δημόσιες είτε ιδιωτικές, οι επενδύσεις είναι εκ των ων ουκ άνευ σε τομείς στενά συνδεδεμένους με την παραγωγικότητα· υποδομές, τεχνολογία, έρευνα, εκπαίδευση. Υπάρχουν επίσης περιθώρια αφενός για νέες εμπορικές συμφωνίες με πολλαπλασιαστικό αποτέλεσμα, αφετέρου για θεσμικές βελτιώσεις· δημόσια διοίκηση, αγορά εργασίας, λειτουργία των αγορών.

Μέχρι στιγμής, η νομισματική πολιτική δεν φαίνεται να πετυχαίνει την άνοδο του πληθωρισμού, με το πρόγραμμα της ποσοτικής χαλάρωσης να λειτουργεί ως δεξαμενή της αντιπαράθεσης γύρω από το ευρύτερο μοντέλο στην Ευρωζώνη.