Ερευνητές της NVIDIA χρησιμοποιούν την πιο πρόσφατη τεχνολογία παρακολούθησης βλέμματος (eye-tracking) για την ανάπτυξη μιας νέας τεχνικής, η οποία υιοθετεί τη φυσιολογία του ανθρώπινου ματιού για να αυξήσει την οπτική πιστότητα στην Εικονική Πραγματικότητα (VR).
Ερευνητές της NVIDIA χρησιμοποιούν την πιο πρόσφατη τεχνολογία παρακολούθησης βλέμματος (eye-tracking) για την ανάπτυξη μιας νέας τεχνικής, η οποία υιοθετεί τη φυσιολογία του ανθρώπινου ματιού για να αυξήσει την οπτική πιστότητα στην Εικονική Πραγματικότητα (VR).
H όλη ιδέα, όπως την εξηγούν με αφορμή ένα demo ο Ντέιβιντ Λούεμπκε, αντιπρόεδρος graphics research και ο Άαρον Λεφόν, διευθυντής έρευνας της NVIDIA, έχει ως εξής: «Φορέστε μια οθόνη κεφαλής με ενσωματωμένο eye tracking. Κοιτάξτε γύρω σας, την εικονική σκηνή μιας σχολικής αίθουσας, με καρέκλες και έναν πίνακα. Όλα μοιάζουν καλά, σωστά; Τώρα κοιτάξτε την καρέκλα του δασκάλου, κλείστε το eye tracking και κοιτάξτε γύρω σας και πάλι. Μόνο η περιοχή γύρω από την καρέκλα αποδίδεται με ακρίβεια. Στην περιφερειακή σας όραση, το demo πρόβαλε μια λιγότερο ακριβή εκδοχή της εικόνας- και δεν το καταλαβαίνατε».
Η νέα αυτή τεχνική υπόσχεται να αξιοποιεί τους πόρους ενός συστήματος εκεί που έχει μεγαλύτερη σημασία, επιτρέποντας στους developers να δημιουργούν πιο αληθοφανή εικονικά περιβάλλοντα, βάσει του διαχωρισμού μεταξύ της περιφερειακής και της όρασης του βοθρίου. Το μικρό κομμάτι του αμφιβληστροειδούς που ονομάζεται βοθρίο παρέχει την υψηλής πιστότητας όραση σε συγκεκριμένα σημεία, ενώ η περιφερειακή καλύπτει μεγαλύτερο οπτικό πεδίο, αλλά στερείται οξύτητας. Σε τεχνολογικό επίπεδο, αυτό σημαίνει ότι μπορεί να παρακολουθείται το βλέμμα του χρήστη ώστε να βελτιώνονται τα γραφικά εκεί που κοιτάει, ενώ η ποιότητά τους μειώνεται στην περιφέρεια.
Οι ερευνητές χρησιμοποίησαν την τεχνολογία eye-tracking της SMI για να πραγματοποιήσουν μια λεπτομερή έρευνα πάνω στο τι ακριβώς βλέπει ο άνθρωπος στην περιφερειακή του όραση όταν χρησιμοποιεί ένα σύστημα VR. Αυτό οδήγησε στον σχεδιασμό ενός νέου αλγορίθμου rendering που επιτρέπει υψηλότερες επιδόσεις σε ό,τι αφορά στη μείωση της «προσπάθειας» rendering, χωρίς να γίνεται αντιληπτή πτώση της ποιότητας της εικόνας, και ως εκ τούτου αποφεύγοντας το φαινόμενο «tunnel vision», όπου το κέντρο το οπτικού πεδίου φαίνεται πολύ καλό, αλλά η περιφέρεια γίνεται αντιληπτό ότι δεν αποδίδεται καλά.