Το ξέρεις καλύτερα από τον καθένα. Είσαι ο νικητής των εκλογών, αλλά δεν μπορείς να γίνεις πρωθυπουργός. Άρα, ξέρεις τι πρέπει να γίνει στη χώρα σου… Ο εκδημοκρατισμός, το Κράτος Δικαίου είναι όρος απαραίτητος για να πλησιάσεις και να ενταχθείς στην Ευρώπη».
Από την έντυπη έκδοση
Του Δημ. Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Το ξέρεις καλύτερα από τον καθένα. Είσαι ο νικητής των εκλογών, αλλά δεν μπορείς να γίνεις πρωθυπουργός. Άρα, ξέρεις τι πρέπει να γίνει στη χώρα σου… Ο εκδημοκρατισμός, το Κράτος Δικαίου είναι όρος απαραίτητος για να πλησιάσεις και να ενταχθείς στην Ευρώπη».
Δεκέμβριος 2002, στην πρωτεύουσα της Δανίας, την Κοπεγχάγη, συνέρχεται η Σύνοδος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, στην οποίαν αποφασίσθηκε οριστικά η ένταξη της Κύπρου στην Ε. Ένωση, δίχως να έχει επιλυθεί το πολιτικό της πρόβλημα, όπως επέμεναν προσχηματικά, διάφοροι εταίροι.
Η ανακοίνωση της απόφασης από τον προεδρεύοντα, πρωθυπουργό της Δανίας Άντερς Φογκ Ράσμουσεν και τον Έλληνα πρωθυπουργό -και διάδοχό του στην προεδρία της Ε.Ε.- Κώστα Σημίτη, στις 3 το πρωί μιας παγωμένης νύχτας, προκάλεσε κύματα ενθουσιασμού στους Έλληνες δημοσιογράφους και βαθιά απογοήτευση στους Τούρκους συναδέλφους. Ο αείμνηστος Μεχμέτ Αλί Μπιράντ, λίγες καρέκλες δίπλα, έπιανε το κεφάλι του, με τα δύο χέρια του, και μονολογούσε ξέπνοα, «να το έργο του Ραούφ (Ντενκτάς) και των στρατηγών... Ποιος θα τον φρονιμέψει, επιτέλους».
Κι όμως, η Άγκυρα είχε κάνει τα πάντα για να αποτρέψει την κυπριακή ένταξη και το τουρκικό κατεστημένο έπαιξε και το τελευταίο χαρτί του…
Λίγες εβδομάδες πριν από τη Σύνοδο της Κοπεγχάγης, ένα νέο κόμμα, το Κόμμα Δικαιοσύνης κι Ανάπτυξης του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, είχε κερδίσει τις εκλογές στην Τουρκία. Επρόκειτο για πολιτικό σεισμό. Ένα κόμμα κι ένας ηγέτης με καταγωγικές σχέσεις με το Κόμμα Ευημερίας του πρώτου ισλαμιστή πρωθυπουργού της Τουρκίας Νετσμεντίν Ερμπακάν -ανατράπηκε από τον Στρατό το 1997- είχε πάρει θεαματική ρεβάνς από το στρατιωτικοπολιτικό κατεστημένο και το «βαθύ κράτος», που από το παρασκήνιο οικονομούσε τα πράγματα.
Στην Κοπεγχάγη εμφανίστηκε ο νέος Τούρκος πρωθυπουργός, αλλά αυτός δεν ήταν ο νικητής των εκλογών. Ο Ταγίπ Ερντογάν συνόδευε απλώς τον Αμπντουλάχ Γκιουλ, στενό συνεργάτη και τότε, ακόμη, φίλο του. Μια καταδίκη το 1999, επειδή είχε διαβάσει δημοσίως, ως δήμαρχος Κωνσταντινουπόλεως, κάποιους στίχους του εθνικιστή ποιητή Ζιγιά Γκιοκάλπ, συνοδευόμενη από στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων, δεν του επέτρεψε να μετάσχει στις εκλογές του 2002.
Ο Κώστας Σημίτης, ως επόμενος πρόεδρος του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, συναντήθηκε και με τους δύο, αλλά στον Ερντογάν ήταν που υπέδειξε τον δρόμο του εκδημοκρατισμού της Τουρκίας, ως αναγκαίας και απαραίτητης συνθήκης για την προσέγγισή της με την Ε.Ε, υπέρ της οποίας είχε ταχθεί η Ελλάδα στη Σύνοδο Κορυφής του Ελσίνκι, το 1999.
Από τότε κύλησε πολύ νερό κάτω από τις γέφυρες του Βοσπόρου. Ο αποσυνάγωγος του πολιτικού βίου έγινε, σταδιακά, εκλεγμένος πρωθυπουργός, πανίσχυρος ηγέτης, ο πρώτος εκλεγμένος από τον λαό Πρόεδρος της Τουρκικής Δημοκρατίας, σπάζοντας μια παράδοση που ήθελε στο αξίωμα αυτό πρώην στρατηγούς ή σκεύη επιλογής του Γενικού Επιτελείου.
Μεθοδικά, ο Ερντογάν, αξιοποιώντας και τη σαφή υποστήριξη της Δύσης, ξερίζωσε τις βαθιές ρίζες του κεμαλισμού από τον δημόσιο βίο της χώρας, προωθώντας παράλληλα μια ήπιας μορφής ισλαμική ατζέντα και κτίζοντας την εικόνα ενός μεταρρυθμιστή ηγέτη, προορισμένου να απαλλάξει την Τουρκία από τον «-ισμό» που την κρατούσε δέσμια σε ένα παρελθόν αυταρχισμού και αμφισβητήσιμης δημοκρατικής νομιμότητας.
Στην πραγματικότητα η διαμάχη μεταξύ των «-ισμών» στην Τουρκία υπέβοσκε πάντα. Απλώς ο κεμαλισμός κέρδιζε στον ανταγωνισμό, καθώς διέθετε το ένοπλο τμήμα του. Τον Στρατό, ο οποίος αντιλαμβάνεται τον εαυτό του -με το αζημίωτο βεβαίως- ως θεματοφύλακα της παρακαταθήκης του Ατατούρκ.
Έως το αποτυχημένο πραξικόπημα της περασμένης Παρασκευής, αυτός ο Στρατός παρενέβη, από το 1960, τέσσερις φορές ανοικτά -και πολύ περισσότερες συγκεκαλυμμένα- στην πολιτική ζωή, ανατρέποντας εκλεγμένες κυβερνήσεις και πρωθυπουργούς, προασπιζόμενος, υπό το πρόσχημα της διαφύλαξης της κεμαλικής κληρονομιάς, τα στενότερα συμφέροντά του, διαιωνίζοντας μια παράδοση που έχει τις ρίζες της στην Οθωμανική Αυτοκρατορία και την περίοδο των σουλτάνων. Είναι μια από τις πλέον ενδιαφέρουσες αντιφάσεις της Τουρκίας, ότι ο άνθρωπος που όλοι πια υποπτεύονται ότι έχει υποκύψει στη γοητεία του νεοοθωμανισμού και βλέπει, μετά την εκλογή του στην προεδρία τον Αύγουστο του 2014, την αποστολή του ως αναβίωση του ισλαμο-σουλτανικού μεγαλείου, φαίνεται να γυρίζει την πλάτη σε ό,τι τον βοήθησε να καταλάβει τη θέση του στο Ακ-Σαράι των 250 δωματίων!
Η Δημοκρατία και οι κανόνες της φαίνεται ότι ήταν το πρόσχημα, ένα φύλλο συκής πίσω από το οποίο ο Ερντογάν προώθησε την πραγματική ατζέντα του. Τη βαθμιαία ισλαμοποίηση της τουρκικής κοινωνίας.
Δεκατέσσερα χρόνια μετά την ορμητική εισβολή του στο κεντρικό πολιτικό παιχνίδι της Τουρκίας, ο Ερντογάν έχει δημιουργήσει τα προγεφυρώματα και τις συνθήκες που θα του επιτρέψουν να ικανοποιήσει τα πολιτικά σχέδιά του. Η ανάδειξη στο οικονομικό προσκήνιο μιας νέας γενιάς επιχειρηματιών, εκτός των καθιερωμένων παλαιών και αναγνωρισμένων «τζακιών», η διάχυση της οικονομικής ευημερίας στην καθυστερημένη «μέση Τουρκία», η δημαγωγική προσέγγισή του στα μείζονα προβλήματα της κοινωνίας και της χώρας του, η διαρκής και συστηματική αυτοπροβολή του ως «ανθρώπου του λαού» είναι μερικά μόνο από τα στοιχεία που έχουν δημιουργήσει μια κρίσιμη μάζα οπαδών, αποφασισμένων να τον ακολουθήσουν σε μια πορεία «εθνικής περιπέτειας». Στην πραγματικότητα η Τουρκία είναι μια χώρα βαθιά πολωμένη και διχασμένη, με μια κοινωνία κομμένη στα τρία, με εμφανείς όχι μόνον πολιτικές, αλλά και πολιτισμικές διαφορές και ο Ερντογάν κάνει ό,τι χρειάζεται για να βαθύνουν τα ρήγματα.
Το πραγματικό ερώτημα δεν είναι «γιατί αποπειράθηκαν το πραξικόπημα», πάντοτε στην Τουρκία ο Στρατός - όσο τα πράγματα δεν αλλάζουν- θα βρίσκει αφορμές για να βγαίνει από τα στρατόπεδά του, αλλά μέχρι πού είναι έτοιμος και διατεθειμένος να προχωρήσει ο Ερντογάν.
Έχοντας ξεδοντιάσει το «βαθύ κράτος» του πολιτικο-στρατιωτικο-δικαστικού κατεστημένου, φανατίζει τώρα το κοινό του με τον μπαμπούλα του ιμάμη Φετουλάχ Γκιουλέν και την «Παράλληλη Δομή» του, που δρα στους κόλπους ενός κράτους απολύτως ελεγχόμενου από το ΑΚΡ, το κόμμα του Ερντογάν.
Η 15 Ιουλίου 2015, τηρουμένων των αναλογιών, θα μπορούσε να είναι μια νέα 29η Οκτωβρίου, ημέρα που ανακηρύχθηκε το 1923 η Τουρκική Δημοκρατία. Θα μπορούσε να σηματοδοτήσει την είσοδο της Τουρκίας στον 21ο αιώνα με αξιώσεις δημιουργίας μιας χώρας στην οποία η οικονομική πρόοδος συμβαδίζει με την εμβάθυνση της δημοκρατίας.
Θα μπορούσε η 15η Ιουλίου να σημαίνει μια πραγματική «τουρκική Άνοιξη». Όλα όμως μαρτυρούν ότι αυτό δεν θα συμβεί και θα παραμείνει ευσεβής πόθος των «λευκών Τούρκων», όπως αποκαλούν υποτιμητικά τους Τούρκους που αποστρέφονται μια θεοκρατική κοινωνία.
Αυτοί, οι τελευταίοι, και μαζί τους και οι πολίτες στη Δύση που αντιλαμβάνονται τα πράγματα, βλέπουν με μεγάλη αμηχανία και ενδόμυχο φόβο τους ιμάμηδες να καλούν από τους μιναρέδες «σε αντίσταση κατά της συμμορίας» και τους πολίτες-οπαδούς του Ερντογάν να εκδηλώνουν συμπεριφορές που μιμούνται τους ισλαμοφασίστες του ISIS.
Το κύμα εκκαθαρίσεων που εξαπολύθηκε στις Ένοπλες Δυνάμεις και τη Δικαιοσύνη, το αίμα που χύθηκε, η άκρα ταπείνωση και ο εξευτελισμός που υφίστανται οι ένστολοι θυμίζουν περιγραφές βγαλμένες από την Ιστορία της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, τότε που ο σουλτάνος ήταν ταυτοχρόνως και χαλίφης.
Η Τουρκία, από την περασμένη Παρασκευή, είναι μια άλλη χώρα, που δείχνει να πορεύεται σε έναν δρόμο υψηλού κινδύνου.
Ναι, δεν υπάρχει αμφιβολία και δεν χωρεί αντίλογος ότι τα πολιτικά προβλήματα δεν λύνονται με τις ερπύστριες των τανκς. Το ίδιο βέβαιο, όμως, είναι πως στις προκλήσεις του 21ου αιώνα δεν απαντάς με την επιστροφή σε ένα παρελθόν βίας και σκοταδισμού.