Δημοσίως, σχεδόν όλοι μιλούν και θέλουν δημοκρατία, δικαιοσύνη, διαφάνεια. Ιδιωτικώς, πράττουν με απιστία, αδιαντροπιά, κρυψίνοια. Δύο συμπεριφορές-δύο ψυχές.
του Βασίλειου Αναγνώστου *
Δημοσίως, σχεδόν όλοι μιλούν και θέλουν δημοκρατία, δικαιοσύνη, διαφάνεια. Ιδιωτικώς, πράττουν με απιστία, αδιαντροπιά, κρυψίνοια. Δύο συμπεριφορές-δύο ψυχές.
Η ελληνική Πολιτεία με τα κρατικά όργανά της εκλαμβάνει τους πολίτες οιωνεί απατεώνες ή αφελείς και τους θυμίζει τις υποχρεώσεις τους, τους επιβάλλει αυξήσεις σε φόρους και, εν είδει «κόφτη», μειώσεις σε απολαβές. Δηλαδή, ανεδοίσατα δεν τους εμπιστεύεται. Από την άλλη, τα κόμματα, όποτε μειώνονται τα ποσοστά τους, θωπεύουν τους πολίτες με υποσχέσεις για παροχές χρησιμοποιώντας αυτούς ως πελάτες. Αλλιώς αδιαφορούν.
Η σύγχρονη πολιτική διακυβέρνηση, κινούμενη από αέρα νεο-φιλελευθερισμού άνευ προηγουμένου αλλά με «αριστερό πρόσημο», προκαλεί στον κόσμο σύγχυση και απόγνωση όταν ακούει τον «ωδυρόμενο» κυβερνητικό λόγο ότι «είμαστε με τους διαμαρτυρόμενους για τα νέα ανελέητα μέτρα που μας ανάγκασαν να λάβουμε…» αλλά «θα τα αμβλύνουμε με ένα παράλληλο πρόγραμμα». Κρυφά από τους Δανειστές. Δυο ψυχές σε μία πολιτική πράξη και έναν αντίστοιχο λόγο που οδηγούν τους πολίτες σε δυισμούς ψυχής, αφού μπορείς να λες και να πράττεις δύο αλληλοαναιρούμενα πράγματα την ίδια στιγμή, φανερά και κρυφά...
Τούτη η παθογένεια επιτείνεται αφενός με την επιχειρούμενη ταξικοποίηση των πολιτών, τον διχασμό πολιτών και ομάδων στους «καλούς δικούς μας» από τους «κακούς αντιπάλους μας», αφετέρου την «τοξικοποίηση» των διαφορετικών και αντίθετων με της κυρίαρχης πολιτικής παράταξης ιδεών. Τελικός στόχος; η εκπλήρωση της ατζέντας για την αργή και σταθερή αλλαγή της ουσίας του πολιτεύματος και των σχέσεων πολιτών, πολιτικών και κομμάτων ώστε οι πολίτες-πελάτες να σκέπτονται μονιστικά, ανελεύθερα και άβουλα και να εξαρτώνται από τα κόμματα.
Έτσι, λαμβάνονται αποφάσεις αδιανόητες, προ της 25ης Ιανουαρίου 2015, από το «ελπιδοφόρο νέο» που διαδέχθηκε το «διαπλεκόμενο παλιό». Με αιφνιδιαστική ταχύτητα εισάγονται, τις νυκτερινές ώρες, πολλά νομοθετήματα με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου (ΠΝΠ) ή τροπολογίες σε νομοσχέδια διαφορετικού περιεχομένου και πολιτικής στόχευσης, εμβόλιμα και κρυφά από τον κουρασμένο και απηυδησμένο λαό, επιβάλλοντας την αδιαφορία στους πολλούς και διαχέοντας την σύγχυση στους υπόλοιπους. Οι εξηγήσεις πάντα εύπεπτες: για όλα φταίνε οι «μόνιμα κακοί» ιδιώτες, ξένοι και ντόπιοι.
Πρέπει όλοι να πειστούν ότι οι «Κακοί» και οι «Καλοί» βρίσκονται σε άεναη πάλη. Αυτή η κατασκευή «συνεχούς πάλης» τροφοδοτεί την ακρότητα και τον λαϊκισμό και αποκρύβει την πραγματική πολιτική ατζέντα δικαιολογώντας την ρήση του πολιτιστικού επαναστάτη Μάο: «Μεγάλη αναταραχή, θαυμάσια κατάσταση». Το ζήτημα κρίνεται στην ερμηνευτική μετάφραση του «τι είδους αναταραχή», «ποια κατάσταση», «τι είδους θαυμάσια κατάσταση», «από ποιους και για ποιους», «με ποια στόχευση»;
Τέτοια ερωτήματα δεν συζητώνται· γι’ αυτό ακόμη και τώρα, έξι έτη μετά, κανείς δεν ενημερώνει ούτε εξηγεί με τον πιο σοβαρό και κατανοητό τρόπο στους πολίτες ότι δίχως μνημόνια (αν και φέρουν σημαντική ευθύνη οι ένθεν και ένθεν εμπευστές και εμπλεκόμενοι σε αυτά) θα είχε καταρρεύσει η ελληνική οικονομία και κοινωνία, θα είχε αλλάξει το νόμισμα σε μια «νέα δραχμή» με τραγικές συνέπειες για τους πολίτες ιδίως των πτωχών οικονομικά στρωμάτων λόγω των πανάκριβων εισαγόμενων προϊόντων και το χρέος θα καθίστατο δυσθεώρατο.
Οι πολίτες, από την πλευρά τους συμπεριφέρονται εξίσου δίψυχα· από τη μια, στην συντριπτική πλειονότητα τους, κατηγορούν συλλήβδην την Πολιτεία, κάθε πολιτικό, τα κόμματα, τους πολιτειακούς θεσμούς και τα κρατικά όργανα με αίσθημα πλήρους απαξίωσης και όρους γηπέδου, μέσων κοινωνικής δικτύωσης και καφενείου. Ζητούν τιμωρία όλων των πολιτικών μιλώντας με αναίδεια και άγνοια για «Γουδή», «Γερμανοτσολιάδες», «Χίτες», «Μακρόνησο», «Γιούρα», «Στάλιν» και «Λένιν» ή ότι «ένας Παπαδόπουλος μας χρειάζεται»…
Από την άλλη, προκολλώνται στα κόμματα και απαιτούν από το κράτος, ουσιαστικά επαιτώντας, οικονομική στήριξη (διορισμούς, μισθούς, επιδόματα, συμβάσεις) και πλείστα ευεργετήματα από το κράτος με το λιγότερο δυνατό αντάλλαγμα σε εργασία, φόρους και εισφορές για τους δικούς τους ανθρώπους και, φυσικά, τον εαυτό τους. Όλα αυτά σε βάρος των συνεπών πολιτών και φορολογούμενων οι οποίοι λοιδωρούνται από την συλλογική συνείδηση είτε ως αφελείς είτε ως απατεώνες.
Στην σημερινή δίψυχη Ελληνική δημοκρατία οι περισσότεροι πολίτες, πολιτικοί, κόμματα έχουν χάσει την εμπιστοσύνη τους σε αυτήν και, παράλληλα, δεν ντρέπονται για καμμία συμπεριφορά τους. Σχεδόν όλοι δικαιολογούν τα λόγια και τα έργα τους και θέλουν «όλα να αλλάξουν» αλλά για τους άλλους. Όχι για τους ίδιους... Οι μεταρρυθμίσεις να προορίζονται για τους άλλους γιατί το πρόκριμα έγινε το ατομικό και το συντεχνιακό. Έτσι, τα εισοδήματα, η εργασία και η ζωή κατέστησαν κρυφά και αδήλωτα. Να μην βλέπει κανείς. Ιδίως, το κράτος. Με τον ίδιο τρόπο καχυποψίας και αναίδειας ψηφίζουν οι πολίτες με απλό κριτήριο: Ένας ΕΝΦΙΑ ή μια μείωση ή μια αύξηση μισθών και συντάξεων μπορεί να ανεβάζει ή να κατεβάζει κυβερνήσεις.
Έτσι κρυφά, πολίτες, πολιτικοί και κόμματα λειτουργούν με αμοιβαία καχυποψία και δίχως αίσθημα ντροπής για το κακό που προξενούν. Αδιαφορούν για το ότι τα πάντα γίνονται περιστασιακά δίχως όραμα, σχέδιο, εφαρμογή, αξιολόγηση, αναστοχασμό και επαναπροσδιορισμό. Σε ένα τέτοιο περιβάλλον, η Ελλάδα, νομοτελειακά, καταλαμβάνει τις τελευταίες θέσεις σε κάθε δείκτη αποτελεσματικότητας οικονομίας, πολιτικής διακυβέρνησης, παιδείας, κοινωνικού κεφαλαίου, θεσμών. Και η κυρίαρχη ερμηνευτική προσέγγιση θεωρεί ότι όλες αυτές οι μετρήσεις αποσκοπούν στην υποδούλωση των «ελεύθερων ανθρώπων» στα όργανα του Κεφαλαίου με την κατάλυση των «δημοκρατικών αξιών» προκειμένου οι Κακοί τεχνοκράτες να διαχειρίζονται τα μέσα παραγωγής και της εξουσίας.
Σε αυτό το σκηνικό της σύγχυσης, όλοι βλέπουν ότι δεν έρχεται συναίνεση και δημιουργία στην Βουλή, στους θεσμούς της Δημοκρατίας, στην Παιδεία, την Υγεία, την Οικονομία, την Ασφάλεια, την Δημόσια Διοίκηση. Έτσι, ως φυσικό αποτέλεσμα έρχεται η αδιαφορία και η αποχή από τις εκλογικές διαδικασίες σε ποσοστό πλησίον του 45% προς όφελος συγκεκριμένων κομμάτων και πολιτικών φορέων που οραματίζονται τον περαιτέρω ευτελισμό και την ανατροπή του κοινοβουλευτισμού.
Αυτή ακριβώς η δίψυχη δημοκρατία με τα πολλά είδωλα καθιστά ως αίτημα την εμπιστοσύνη και την αιδώ. Αίτημα το οποίο όμως ουδείς αιτείται… Απλώς το νιώθει. Συνεπώς, η πρώτη μεταρρύθμιση έπρεπε και πρέπει να είναι ψυχική και να αλλάζει τους ανθρώπους αυτής της χώρας ώστε να εμπιστεύονται και να ντρέπονται. Οι υπόλοιπες μεταρρυθμίσεις έπονται.
Για την αλλαγή της δίψυχης δημοκρατίας μας σε «ψυχική δημοκρατία» δεν χρειάζονται τρόικα, κουαρτέτο, δανειστές. Η γλώσσα αλήθειας με πόνο για καθένα και καθεμία, πολίτες, πολιτικούς και κόμματα φέρνει «μεταρρύθμιση» στην ψυχή καθενός. Η εκπαίδευση στην ειλικρίνεια και την ντροπή στην καθημερινή ζωή, στο σπίτι, στην εργασία, στον δρόμο, στο εκπαιδευτικό σύστημα, στην οικονομία και την πολιτική και σε κάθε ηλικία μπορούν να ξεπαγώσουν την στάσιμη δημοκρατία μας. Τα υπόλοιπα θα ήταν ζήτημα απόφασης για συνταγματική αναθεώρηση και αυτονόητης λογικής με προτεραιότητα τόσο στο άτομο όσο και τις ομάδες των πολιτών καθιστώντας μικρότερο το κράτος, αναλογικότερη την φορολογία, αύξηση των δημοσίων εσόδων καθώς θα μείωνε την γραφειοκρατία, θα εξαφάνιζε την δύναμη των πολιτικών «τζακιών», θα πιστοποιούσε το αδιάφθορο των θεσμών, των υπουργείων και των υπαλλήλων, οι ποικίλοι φορείς και συντεχνίες θα έπαυαν να ασκούν εκφοβισμό στο κράτος, θα εκσυγχρόνιζε την δημόσια διοίκηση χωρίζοντας το κράτος από τα κόμματα, θα άλλαζε το οικονομικό μοντέλο από την λιανική κατανάλωση μέσω δανείων στην οικονομία της παραγωγής και των εξαγωγών και, παράλληλα, θα έδειχνε σε εργοδότες και εργαζομένους τις ευθύνες τους.
Σε αντίθετη περίπτωση, «σωσμός» δεν θα έλθει. Απλώς, κάποιοι μετά από χρόνια, ίσως, να θυμούνται όταν θα ανοίγουν το «Χρονοντούλαπο της Ιστορίας» ότι η σημερινή μορφή της δίψυχης δημοκρατίας μας ήταν «ζυμοκρατία» και «ζημιοκρατία» για την χώρα, όπως κάποια νήπια είπαν κάποτε στη νηπιαγωγό τους σε σχολική πρόβα της σχολικής επετείου εξέγερσης του Πολυτεχνείου, όταν τα καθοδηγούσε να πουν ρυθμικά τη λέξη «δημοκρατία»...
* Εκπαιδευτικός, υποψήφιος Διδάκτωρ στη Συγκριτική Εκπαίδευση, ΕΚΠΑ.