Η επέμβαση του Στρατού στην πολιτική ζωή της Τουρκίας δεν είναι ένα φαινόμενο αποκλειστικά τουρκικό. Μπορεί να είναι μια εκδήλωση ξένη προς την παράδοση που δημιουργήθηκε μεταπολεμικά στην Ευρώπη, με εξαίρεση την Ελλάδα το 1967-1974, πλην όμως είναι μια συνηθισμένη πρακτική στις χώρες της περιφέρειας του δυτικού δημοκρατικού κόσμου. Η Τουρκία, χώρα προσανατολισμένη προς τη Δύση, μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952 και συνδεδεμένη με την ΕΟΚ/Ε.Ε για περισσότερο από μισόν αιώνα, επιμένει να πορεύεται προς το μέλλον, κουβαλώντας συνήθειες που ανιχνεύονται στο Οθωμανικό παρελθόν της.
του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
Η επέμβαση του Στρατού στην πολιτική ζωή της Τουρκίας δεν είναι ένα φαινόμενο αποκλειστικά τουρκικό. Μπορεί να είναι μια εκδήλωση ξένη προς την παράδοση που δημιουργήθηκε μεταπολεμικά στην Ευρώπη, με εξαίρεση την Ελλάδα το 1967-1974, πλην όμως είναι μια συνηθισμένη πρακτική στις χώρες της περιφέρειας του δυτικού δημοκρατικού κόσμου.
Η Τουρκία, χώρα προσανατολισμένη προς τη Δύση, μετά την ίδρυση της Τουρκικής Δημοκρατίας το 1923, μέλος του ΝΑΤΟ από το 1952 και συνδεδεμένη με την ΕΟΚ/Ε.Ε για περισσότερο από μισόν αιώνα, επιμένει να πορεύεται προς το μέλλον, κουβαλώντας συνήθειες που ανιχνεύονται στο Οθωμανικό παρελθόν της.
Η τρέχουσα αντίληψη τείνει να αποδίδει στις παρακαταθήκες του ιδρυτή της Τουρκικής Δημοκρατίας Μουσταφά Κεμάλ, των οποίων θεματοφύλακας εμφανίζεται ο Στρατός και οι Τούρκοι αξιωματικοί, την φανερή ανάμιξη τους στην πολιτική ζωή της χώρας, με μια συχνότητα αξιοσημείωτη.
Πέντε πραξικοπήματα ή απόπειρες πραξικοπήματος από το 1960
Από το 1960 έως προχθές σημειώθηκαν πέντε πραξικοπήματα ή απόπειρες πραξικοπήματος. Δηλαδή ένα κάθε 11 χρόνια, δίχως να υπολογισθούν οι φορές που ο Στρατός απηύθυνε προειδοποιήσεις στην πολιτική ηγεσία της χώρας, υπό το πρόσχημα της παρέκκλισης της από τα δόγματα του Κεμαλισμού.
Πράγματι, ο ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας, παρ΄ότι αποχωρίσθηκε εύκολα το στρατιωτικό αμπέχονο για το δυτικό φράκο, δεν απαλλάχτηκε ποτέ από την καχυποψία του έναντι των πολιτικών, παραμένοντας ως το τέλος της ζωής του ο «πασάς» που αντιτάχθηκε στην εξουσία της Υψηλής Πύλης, συμμετέχοντας ενεργά σε όλες τις συνωμοτικές κινήσεις εναντίον του Σουλτάνου, πριν αναγορευθεί ο ίδιος «Πατέρας των Τούρκων».
Οι νέοι της Τουρκίας-και κυρίως οι νέοι που φοιτούν από τρυφερή ηλικία στις στρατιωτικές σχολές-γαλουχούνται με αυτό που ο ίδιος ο Ατατούρκ χαρακτήρισε ως «η Ιερή παρακαταθήκη που άφησα στους νέους»: «… περισσότερο θλιβερό και φοβερό… ίσως να είναι το γεγονός ότι εκείνοι που θα την διοικούν (την Τουρκία) μπορεί να διακατέχονται από άγνοια και παραφροσύνη. Ίσως να είναι προδότες. Επιπλέον, οι διοικούντες μπορεί να ταυτίσουν τα προσωπικά τους συμφέροντα με τους πολιτικούς στόχους και σκοπούς των εχθρών τους, που θα έχουν εισβάλει στη χώρας σου… Νέε του τουρκικού αύριο! Ακόμη και σε τέτοιες συνθήκες, το καθήκον σου είναι να διασώσεις την τουρκική ανεξαρτησία και την τουρκική δημοκρατία! Γι΄αυτό το λόγο, η μοναδική δύναμη σου βρίσκεται στο ευγενικό αίμα που κυλάει στις φλέβες σου!».
Ποιες είναι οι πρώτες κουβέντες που ακούει ένας τούρκος έφηβος όταν καταφέρει την πολυπόθητη εισαγωγή του σε ένα στρατιωτικό γυμνάσιο ή λύκειο; Ο Μεχμέτ Αλί Μπιράντ, στο «Διατάξτε, Κύριε Διοικητά», είναι αποκαλυπτικός: «… Ο Μεγάλος Ατατούρκ θα είναι η σημαία σας. Ιδεολογία σας, οι αρχές Εκείνου. Στόχος σας, η δική του γραμμή. Ούτε δεξιά, ούτε αριστερά, στο δρόμο του Ατατούρκ. Θα πορεύεστε στο δρόμο που δείχνε Εκείνος… Θα αφιερωθείτε στην πατρίδα άνευ όρων. Με όλο σας το είναι. Θα σκέφτεστε μονάχα την πατρίδα και θα αφήσετε σε δεύτερη μοίρα τον εαυτό σας ή την οικογένεια σας… Ο Ατατούρκ παρέδωσε σ΄εμάς την πατρίδα. ΚΙ εμείς θα παραδώσουμε σ΄εσάς την σημαία, δηλαδή την πατρίδα,, όταν γίνεται αντάξιοί Του στρατιώτες. Εσείς θα είστε οι κτήτορες της πατρίδας αυτής».
Με τέτοιον τρόπο γαλβανισμένος ο νέος ανθυπολοχαγός σέβεται κι εμπιστεύεται περισσότερο τον διοικητή του από τον πρωθυπουργό της χώρας του, κι αυτό αναβλύζει από τις εξομολογήσεις τους στον Μπιράντ: « Υπάρχουν πολιτικοί που έχουν την μισή, καμιά φορά το 1/10 της μόρφωσης που έχουμε εμείς. Αυτοί θα διοικήσουν την χώρα; Ο ένας έγινε βουλευτής με μέσο, ο άλλος μοιράζοντας λεφτά. Αφήστε την γνώση των ξένων γλωσσών που έχουμε εμείς, υπάρχουν μερικοί από αυτούς που δεν ξέρουν ούτε τουρκικά να μιλήσουν καλά καλά».
Αλλά, εάν αυτές οι αντιλήψεις είναι καινοφανείς για έναν Στρατό σε μια δημοκρατική χώρα-παρ΄ όλο που και σ΄ αυτές δεν λείπουν οι αντιθέσεις πολιτικών-στρατιωτικών-στην Τουρκία αποτελούν αξιακό κώδικα για τους ένστολους και διατηρούν ζωντανή την αίσθηση μιας ιστορικής συνέχειας από τα βάθη της Οθωμανική ιστορίας.
Είναι γνωστό ότι οι Σουλτάνοι ήταν άμεσα εξαρτημένοι από τους Σπαχήδες στις απομακρυσμένες περιφέρειες της αυτοκρατορίας τους και είναι επίσης γνωστό ότι οι Γενίτσαροι από το 1618 ως το 1730 καθαίρεσαν έξι Σουλτάνους, πριν τους εξοντώσει ολοκληρωτικά, το 1826, ο Μαχμούτ Β!.
Αλλά και σε νεότερες εποχές οι τούρκοι αξιωματικοί, όταν άρχισαν να έρχονται σε επαφή με τις ιδέες που κυοφορήθηκαν από την Γαλλική επανάσταση και να επιμορφώνονται σε ακαδημίες της Ευρώπης, εκθρόνισαν το 1875 τον Σουλτάνο Αμπντούλαζίζ, επέβαλαν το πρώτο Σύνταγμα και την λειτουργία του πρώτου Κοινοβουλίου στην πολυεθνική αυτοκρατορία, με συμμετοχή βουλευτών απ΄ όλες τις εθνότητες της. Και λίγα χρόνια μετά υποχρέωσαν τον Αμπντούλχαμίντ Β! να καθιερώσει χωριστό στρατιωτικό εκπαιδευτικό σύστημα, γεγονός που οδήγησε στη θεσμική αυτονομία των στρατιωτικών, οι οποίοι δεν άργησαν να μετατρέψουν τον Σουλτάνο σε θεσμό με απολύτως συμβολικό χαρακτήρα, επιβάλλοντας την πρωτοκαθεδρία τους έναντι των πολιτικών. (βλέπε διατριβή Γεράσιμου Ν. Καραμπελιά: Ο ρόλος των ενόπλων δυνάμεων στην πολιτική ζωή της Τουρκίας και της Ελλάδας).
Ο κυρίαρχος ρόλος των στρατιωτικών επιβεβαιώθηκε με την Επανάσταση των Νεότουρκων (1908) και την Επιτροπή Ενότητας και Προόδου (Ittihat ve Terakki Cemiyeti), το πραξικόπημα στις 23-1-1913, «Επιδρομή κατά της Υψηλής Πύλης», ονομάστηκε κι ανέδειξε τον ηγέτη του Μαχμούτ Σεβκέτ Πασά σε Μεγάλο Βεζίρη και τον Ενβέρ Πασά της γενοκτονίας Αρμενίων κι Ελλήνων σε ηγετική μορφή της θνήσκουσας αυτοκρατορίας.
Αλλά και ο ιδρυτής της Τουρκικής Δημοκρατίας, ο Μουσταφά Κεμάλ, αφού κατάφερε να ενώσει όλους τους τούρκους πολέμαρχους απαιτώντας απόλυτη πίστη για να νικήσει τους Έλληνες, κι αφού το 1926 κρέμασε και φυλάκισε όλους τους αντιπάλους του, στήριξε το δημιούργημα του στην μαζική αξιοποίηση αποστράτων αξιωματικών οι οποίοι ανέλαβαν την διοίκηση της χώρας και κατέστησε τον αρχηγό του Γενικού Επιτελείου υπόλογο μόνον στον Πρόεδρο της Δημοκρατίας. Δηλαδή στον ίδιον, και χρειάσθηκε η μαεστρία του Ισμέτ Πασά Ινονού, για να θέσει τον Α! ΓΕΕΘΑ υπό τον υπουργό Αμύνης, το 1949, δίνοντας έτσι ένα τυπικό προβάδισμα στην πολιτική εξουσία και τους πολιτικούς.
Η προσπάθεια του Ισμέτ Πασά-νικητής των Ελλήνων στο Ινονού-να περιορίσει τις φιλοδοξίες επέμβασης των αξιωματικών είτε ως ηγέτης και πρωθυπουργός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος (κεμαλιστές), είτε ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, ελάχιστα απέδωσε.
Το 1960 εκδηλώθηκε το πρώτο, στην μεταπολεμική Τουρκία, πραξικόπημα με θύμα την κυβέρνηση του Δημοκρατικού Κόμματος, του Μεντερές.
Ο Αντνάν Μεντερές, υπήρξε ένας πρόδρομος του Ρετζέπ Ταγίπ Ερντογάν, του οποίου τα βήματα μιμείται ο δεύτερος σε βαθμό ανατριχιαστικό: Λογοκρισία, κλείσιμο εφημερίδων, επιβολή νομοθεσίας για περιΰβριση δημοσίων προσώπων, αυταρχικότητα κατά των πολιτικών αντιπάλων, κ.λπ.
Η απόπειρα του Μεντερές- βαρύνεται με το έγκλημα των «Σεπτεμβριανών» το 1955 κατά των Ελλήνων της Πόλης-να εμποδίσει τον Ινονού να διεξαγάγει προεκλογική εκστρατεία, σε συνδυασμό με την χρησιμοποίηση της αστυνομίας σε ρόλο παρακρατικών πραιτωριανών και η απόπειρα να επιβάλει στρατιωτικό νόμο, έβγαλαν στον δρόμο 1.500 μαθητές της Σχολής Ευελπίδων κι έδωσαν το πρόσχημα σε ομάδα κατώτερων αξιωματικών για να τον ανατρέψουν.
Στις 27 Μαΐου 1960, ο αρχηγός του Στρατού Ξηράς, στρατηγός Τζελάλ Γκιουρσέλ, αποφαινόμενος ότι «η Τουρκία οδηγείται στο χάος και κινδυνεύει η εθνική παρακαταθήκη του Κεμάλ Ατατούρκ» ανέτρεψε τον Μεντερές, συνέλαβε 403 από τους 406 βουλευτές του Δημοκρατικού Κόμματος, όλους τους βουλευτές και καθαίρεσε τον Πρόεδρο Τζελάλ Μπαγιάρ, τον πρώτο μη στρατιωτικό Πρόεδρο της Δημοκρατίας.
Τη διακυβέρνηση ανέλαβε 37μελής χούντα, η οποία αμέσως συγκρότησε επιτροπή κατάρτισης νέου Συντάγματος, με πρόεδρο τον πρύτανη του Πανεπιστημίου της Κωνσταντινουπόλεως Σιντίκ Σαμί Ονάρ. Οι εργασίες της επιτροπής κατέληξαν, μετά ένα χρόνο, στο δημοκρατικότερο Σύνταγμα που είχε ποτέ η Τουρκία, κατοχυρώνοντας την ελευθερία της συνδικαλιστικής δράσης, του Τύπου και των πολιτικών δραστηριοτήτων.
Την επομένη του πραξικοπήματος, ο στρατηγός Γκιουρσέλ ανέλαβε την ηγεσία του στρατιωτικού καθεστώτος ως Πρόεδρος της Δημοκρατίας, πρωθυπουργός, υπουργός Άμυνας και αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων.
Στις 14 Οκτωβρίου άρχισε στη Νήσο των Σκύλων στη Θάλασσα του Μαρμαρά η δίκη του Μεντερές, του τέως Προέδρου της Δημοκρατίας Μπαγιάρ, και σχεδόν εξακοσίων άλλων βουλευτών, υπουργών, στελεχών και οπαδών του Δημοκρατικού κόμματος.
Η δίκη αυτή διήρκησε έναν περίπου χρόνο και κατέληξε στον απαγχονισμό του Μεντερές, την Κυριακή 17 Σεπτεμβρίου 1961.
Την προηγουμένη είχαν σταθεί στο ικρίωμα ο υπουργός Εξωτερικών Φατίν Ζορλού και ο υπουργός Οικονομικών Χασάν Πολατκάν, ενώ η θανατική ποινή του Προέδρου Τζελάλ Μπαγιάρ κι άλλων αξιωματούχων μετατράπηκε σε ισόβια.
Το πραξικόπημα του 1960 ήταν το πρώτο και το τελευταίο-μέχρι προχθές- που έγινε στην Τουρκία εκτός ιεραρχίας του στρατεύματος, καθώς αυτά του 1971 και 1980 έγιναν από το Γενικό Επιτελείο.
Απόρροια του πραξικοπήματος ήταν η θεσμοθέτηση της ευθείας ανάμειξης των Ενόπλων Δυνάμεων στην πολιτική ζωή της Τουρκίας, καθώς το νέο Σύνταγμα, με το άρθρο 3, επέβαλε την δημιουργία του Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας, με καθοριστικό ρόλο των στρατιωτικών μελών του. Παράλληλα, η ανάμειξη του Στρατού επεκτάθηκε και στην Οικονομία, με την ίδρυση του Μετοχικού Ταμείου Ενόπλων Δυνάμεων (ΟΥΑΚ), που ελέγχει σήμερα, άμεσα ή έμμεσα, πάνω από 500-600 Ιδρύματα στην Τουρκία.
Στο εσωτερικό των Ενόπλων Δυνάμεων έγινε «σφαγή» με την αποστρατεία χιλιάδων αξιωματικών, μεταξύ τους και 235 στρατηγοί και ναύαρχοι, ενώ για πρώτη φορά εκτελέσθηκαν δύο στρατηγοί, οι Ταλάτ Αϊντεμίρ και Φετχή Γκιουρκάν, που σχεδίαζαν στασιαστικές κινήσεις το 1962 και το 1964.
Για λόγους ιστορικής ακρίβειας θα πρέπει να σημειωθεί ότι το πραξικόπημα της 27ης Μαΐου 1960, το οποίο συνάντησε ευρεία λαϊκή υποστήριξη, έπαιξε καθοριστικό ρόλο στον εκδημοκρατισμό και τον εκσυγχρονισμό του τουρκικού πολιτικού συστήματος.
Πέντε χρόνια μετά, όταν η χούντα επέτρεψε εκλογές ο Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, με το νεοσύστατο Κόμμα της Δικαιοσύνης πλειοψήφησε και σχημάτισε κυβέρνηση με τη ρητή εντολή «να διατηρηθεί η τάξη (...) πάση θυσία».
Στην τελευταία προεκλογική ομιλία του, μόλις τελείωσε, κάποιος του έδωσε ένα κομμάτι χαρτί, που έγραφε: «Κρεμάσαμε τον Μεντερές, θα κρεμάσουμε κι εσένα»…
Δεν χρειάσθηκαν τόσο… δραστικά μέτρα. Με την οικονομία να καταβαραθρώνεται, τις καθημερινές διαδηλώσεις και διαμαρτυρίες φοιτητών, επαγγελματιών, εργατών, ακόμη και νοικοκυρών, για τις αυξήσεις έως και 80%, ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου στρατηγός Μαχμούντ Ταγκμάτς τον προειδοποίησε στα τέλη του 1970, ότι ο Στρατός «δεν θα επιτρέψει σε κανέναν να καταστρέψει την εθνική ενότητα και την παρακαταθήκη του Ατατούρκ».
Πράγματι, στις 12-3-1971, το Γενικό Επιτελείο απέστειλε ένα υπόμνημα-μνημόνιο στο Πρόεδρο της Δημοκρατίας, απόστρατο στρατηγό Σεβντέτ Σουνάι, αξιώνοντας την αποπομπή Ντεμιρέλ, όπως κι έγινε.
Ο Πρόεδρος Σουνάι… ευχαρίστησε τους στρατηγούς, διότι «έδρασαν υπεύθυνα» και κάλεσε όλους τους Τούρκους «να υποστηρίξουν τη νέα κατάσταση».
Η κυβέρνηση «τεχνοκρατών» υπό τον Νιχάτ Ερίμ δεν δικαίωσε τις προσδοκίες των πραξικοπηματιών, όπως και η επάνοδος των Μπουλέντ Ετζεβίτ και Σουλεϊμάν Ντεμιρέλ, με τους σκληρούς ανταγωνισμούς τους, οδήγησαν σε ένα κρεσέντο πολιτικής βίας, πολιτικής αστάθειας, οικονομικής αποσάθρωσης.
Στις 12-9-1980 και πάλι ο Ντεμιρέλ, ως πρωθυπουργός, ανατράπηκε για δεύτερη φορά, μόλις πέντε ημέρες από την εκλογική νίκη του, καθώς ο αρχηγός του Γενικού Επιτελείου, στρατηγός Κενάν Εβρέν έκρινε ότι «η χώρα αντιμετωπίζει την απειλή του χάους», επειδή «κάποιοι (πολιτικοί) θέλουν να αγνοήσουν την κεμαλική κληρονομιά μας».
Η χούντα Εβρέν υπήρξε σκληρή. Οταν στις 6 Νοεμβρίου 1983,οι στρατηγοί επέτρεψαν να σχηματισθει κυβέρνηση υπό τον Τουργκούτ Οζάλ- στους παλαιούς πολιτικούς είχε απαγορευθεί να πολιτευθούν για μια δεκαετία- η Διεθνής Αμνηστία διαπίστωσε ότι στα τρία χρόνια της ανοικτης δικτατορίας Εβρέν 2.604 άτομα «εξαφανίστηκαν» μετά τη σύλληψή τους από τη στρατιωτική αστυνομία και τη χωροφυλακή, 14.808 έμειναν στη φυλακή για έναν τουλάχιστον χρόνο χωρίς να δικαστούν ποτέ και 8.603 άτομα - 2.641 γυναίκες - βρίσκονταν στις φυλακές εκτίοντας ποινές από 10 χρόνια ως ισόβια, επειδή κρίθηκαν από στρατοδικεία ως «επαναστάτες».
Να σημειωθεί πάντως, ότι η δικτατορία Εβρέν είχε, όσο καμία προηγούμενη, την πλήρη υποστήριξη των Αμερικανών και του ΝΑΤΟ.
Ήταν η εποχή που ο στρατηγός Χάινταρ Σελτίκ, διοικητής της Στρατιάς του Αιγαίου, γραμματέας της Εθνικής Επιτροπής Ασφαλείας, δήλωνε στον βρετανικό «Observer»: «Πραξικόπημα εκ μέρους του Στρατού εναντίον της νομιμότητας; Λάθος. Νομιμότητα είναι ο Στρατός, οι ένοπλες δυνάμεις της χώρας μας. Και η οποιαδήποτε αντίρρηση σε αυτό το δεδομένο είναι πράξη παρανομίας, είναι - αν θέλετε - απόπειρα πραξικοπήματος. (...) Περιμένατε λοιπόν να μείνει ο Στρατός με τα χέρια σταυρωμένα όταν επιχειρείται κατάλυση της νομιμότητας;».
Η τελευταία φορά, πριν από την περασμένη Παρασκευή, που Στρατός αναμίχθηκε ανοικτά στην πολιτική ζωή ήταν στις 18-6-1997, όταν απαίτησε την αποπομπή του ισλαμιστή πρωθυπουργού-και μέντορα του Ταγίπ Ερντογάν-Νετσμεντίν Ερμπακάν και την απομάκρυνση του Κόμματος Ευημερίας (Ρεφάχ) από την κυβέρνηση.
Η ειρωνεία είναι πως ο Ερμπακάν, με ενθάρρυνση των στρατηγών είχε ιδρύσει το 1973 το προηγούμενο κόμμα του, της Εθνικής Σωτηρίας.
Η εμπειρία της Τουρκίας δείχνει πως όταν ένας Στρατός έχει συνηθίσει να βγαίνει από τους στρατώνες του, θα βρίσκει πάντα αφορμές για το κάνει…