Η μεταπολεμική Βρετανία ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή για την προώθηση της παγκόσμιας συνεργασίας και πολυμέρειας. Ανέλαβε ενεργό ρόλο στη δημιουργία των θεσμών του Bretton Woods, συμμετείχε στην Ομάδα των Πέντε, την εμβρυϊκή μάζωξη που αργότερα εξελίχθηκε στο G7 και έχει υπάρξει ιδρυτικό εξέχον μέλος του G20.
Από την έντυπη έκδοση
Του Alessio Terzi
Επιστημονικός συνεργάτης
Bruegel
Η μεταπολεμική Βρετανία ήταν πάντα στην πρώτη γραμμή για την προώθηση της παγκόσμιας συνεργασίας και πολυμέρειας. Ανέλαβε ενεργό ρόλο στη δημιουργία των θεσμών του Bretton Woods, συμμετείχε στην Ομάδα των Πέντε, την εμβρυϊκή μάζωξη που αργότερα εξελίχθηκε στο G7 και έχει υπάρξει ιδρυτικό εξέχον μέλος του G20.
Καθώς η Βρετανία εισέρχεται σε περίοδο πολιτικής και οικονομικής αστάθειας, μετά το δημοψήφισμα που τώρα πολλοί ερμηνεύουν ως ένδειξη αντι-παγκοσμιοποίησης, είναι εύλογος ο προβληματισμός ως προς τις συνέπειες του Brexit στο G20, την «επιτροπή οικονομικής καθοδήγησης» του κόσμου. Για την ακρίβεια, υπάρχουν λόγοι να πιστεύει κανείς ότι το φόρουμ ενδέχεται να αντιμετωπίσει σημαντικές δυσκολίες στο άμεσο μέλλον. Αν και το βρετανικό δημοψήφισμα είχε τις δικές του ιδιαιτερότητες, αποτελεί σαφώς μέρος μιας ευρύτερης τάσης αυξανόμενης δυσαρέσκειας απέναντι στην παγκοσμιοποίηση. Στις ΗΠΑ, ουδείς από τους δύο υποψήφιους προέδρους έχει εκφράσει προτίμηση για περαιτέρω εμπορική ολοκλήρωση, με τη Χίλαρι Κλίντον να επικρίνει την TPP και τον Ντόναλντ Τραμπ να δηλώνει ότι θα επαναδιαπραγματευόταν και ενδεχομένως ακόμη και να εγκατέλειπε τη NAFTA. Στην ηπειρωτική Ευρώπη οι δημοσκοπήσεις δείχνουν ότι το ευρύτερο κοινό στη Γερμανία και την Αυστρία αντιτίθεται σθεναρά στην ΤΤΙΡ.
Η πολιτική γίνεται εσωστρεφής σε διάφορες ανεπτυγμένες χώρες, σε μια προσπάθεια να κατευνάσει την αυξανόμενη αντίθεση στην παγκοσμιοποίηση και τις παρενέργειές της. Έτσι, θα είναι ακόμη πιο δύσκολο για το G20 να σφραγίσει νέες δεσμευτικές πολυμερείς πρωτοβουλίες. Η αλήθεια είναι ότι ο ΠΟΕ έχει προσφάτως καταγράψει τη μεγαλύτερη αύξηση εμπορικών περιορισμών ανάμεσα στις οικονομίες του G20 από το 2009, οπότε και άρχισε να συλλέγει στοιχεία.
Ωστόσο, τα αυξανόμενα αισθήματα αντι-παγκοσμιοποίησης συνιστά ιδιαιτερότητα κάποιων προηγμένων οικονομιών. Τα αναδυόμενα μέλη του G20 διατηρούν γενικώς μια ανοικτή στάση στο εμπόριο και τις επενδύσεις. Αυτό δεν θα πρέπει να αποτελεί έκπληξη, καθώς τα τελευταία 15 χρόνια η παγκοσμιοποίηση έχει βοηθήσει εκατομμύρια ανθρώπους, ιδιαίτερα στην Ασία, να βγουν από την ακραία φτώχεια. Μπορούμε λοιπόν να περιμένουμε μια ακόμη μεγαλύτερη επιτάχυνση στην προς ανατολάς μετατόπιση της οικονομικής δύναμης και ηγεσίας, καθώς η Κίνα και η Ινδία θα αναλάβουν έναν αυξανόμενο ουσιαστικό ρόλο στο G20.
Αν το φόρουμ επιθυμεί να διατηρήσει την αξιοπιστία του, την πολυμέρεια, όπως και την παγκόσμια οικονομική ολοκλήρωση, η επόμενη Σύνοδος Κορυφής του G20 τον Σεπτέμβριο θα πρέπει να διαμορφώσει ένα ισχυρό πολιτικό μήνυμα. Στην κινεζική Χανγκτσόου οι ηγέτες θα πρέπει να κάνουν σαφές ότι η επιτροπή οικονομικής καθοδήγησης δεν κωφεύει στα αυξανόμενα αισθήματα κατά της παγκοσμιοποίησης. Με τον τρόπο αυτό θα πρέπει να αναγνωρίσει ότι η απρόσκοπτη παγκοσμιοποίηση μπορεί να τονώνει την παγκόσμια ανάπτυξη, αλλά εγείρει επίσης οικονομικές και πολιτικές προκλήσεις.
Το G20 θα πρέπει να αναθέσει στο ΔΝΤ και στον ΟΟΣΑ τη διενέργεια σε βάθος μελετών ευρείας κλίμακας αναφορικά με τις κοινωνικές συνέπειες της παγκοσμιοποίησης και την προέλευση των κινημάτων της αντι-παγκοσμιοποίησης, όπως συνέβη και με το θέμα των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων το προηγούμενο έτος.
Η κατανόηση της ακριβούς προέλευσης της δυσαρέσκειας θα συμβάλει στη διαμόρφωση μιας αποτελεσματικής αντίδρασης. Προς το παρόν, πολλά ερωτήματα παραμένουν αναπάντητα. Η ακριβής αλληλεπίδραση μεταξύ της παγκοσμιοποίησης, της συσσωμάτωσης και της αυτοματοποίησης θα πρέπει να εξηγηθεί, για να γίνει κατανοητό αν αυτό που χρειάζεται είναι περισσότερη αναδιανομή ή επένδυση σε ανθρώπινο κεφάλαιο ή φυσικές και ψηφιακές υποδομές για την περαιτέρω ενσωμάτωση υποβαθμισμένων περιοχών στην παγκόσμια οικονομία. Υπό το φως αυτής της έρευνας, θα μπορούσαν να ετοιμαστούν συγκεκριμένες συστάσεις έως τη γερμανική προεδρία του G20 τον επόμενο χρόνο.
Το 2002, ο τότε γενικός γραμματέας του ΟΗΕ Κόφι Ανάν απηύθυνε μια παθιασμένη ομιλία στο Πανεπιστήμιο Yale, προειδοποιώντας για τις δυνητικές πολιτικές αντιδράσεις, αν οι κοινωνικές, καθώς και οικονομικές, συνέπειες της παγκοσμιοποίησης έμεναν ανεπιτήρητες. Έχει έρθει η ώρα για τους παγκόσμιους ηγέτες να διαβεβαιώσουν ότι, περισσότερο από μια δεκαετία μετά, εκείνη η έκκληση για «παγκοσμιοποίηση χωρίς αποκλεισμούς» τελικώς απαντήθηκε.