Περιβάλλον
Παρασκευή, 15 Ιουλίου 2016 14:00

Απώλειες 33 τρισ. δολαρίων για τη βιομηχανία ορυκτών καυσίμων λόγω κλιματικής αλλαγής

Τα έσοδα της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων θα μειωθούν έως και κατά 33 τρισ. δολάρια μέσα στα επόμενα 25 χρόνια, καθώς η υπερθέρμανση του πλανήτη θα επηρεάσει δραματικά τις εταιρείες πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, σύμφωνα με ενεργειακή ανάλυση της Barclays.

Τα έσοδα της βιομηχανίας ορυκτών καυσίμων θα μειωθούν έως και κατά 33 τρισ. δολάρια μέσα στα επόμενα 25 χρόνια, καθώς η υπερθέρμανση του πλανήτη θα επηρεάσει δραματικά τις εταιρείες πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα, σύμφωνα με ενεργειακή ανάλυση της Barclays.

«Θα υπάρξει μείωση της ζήτησης για ορυκτά καύσιμα στο μέλλον, και εξ ορισμού αυτό σημαίνει χαμηλότερες τιμές», δήλωσε ο Μαρκ Λιούις της Barclays κατά τη διάρκεια συνεδρίου στη Νέα Υόρκη για τους χρηματοοικονομικούς κινδύνους από την κλιματική αλλαγή.

Η ζήτηση για τα ορυκτά καύσιμα θα μειωθεί αναπόφευκτα από νέα ρυθμιστικά πλαίσια και άλλες προσπάθειες για τη μείωση των εκπομπών διοξειδίου του άνθρακα, ωφελώντας το περιβάλλον, αλλά θέτοντας παράλληλα σε κίνδυνο τους παραδοσιακούς παραγωγούς ενέργειας.

Καθώς οι κυβερνήσεις υιοθετούν αυστηρότερες περιβαλλοντικές πολιτικές, υπάρχει αυξανόμενος κίνδυνος τα αχρησιμοποίητα κοιτάσματα των εταιρειών πετρελαίου, φυσικού αερίου και άνθρακα να παραμείνουν ανεκμετάλλευτα, μετατρέποντας πολύτιμα αποθέματα σε περιουσιακά στοιχεία αμφιβόλου αξίας. Για αυτό το λόγο οι οικονομικοί αναλυτές και οι μέτοχοι των εταιρειών ζητούν περισσότερη διαφάνεια από τις εταιρείες σχετικά με τον τρόπο που οι ισολογισμοί τους μπορούν να επηρεαστούν από την παγκόσμια στροφή μακριά από τα ορυκτά καύσιμα και προς τις ανανεώσιμες πηγές ενέργειας.

«Ακόμα και ένα παιδί μπορεί να καταλάβει ότι υπάρχουν τεράστιες ποσότητες φυσικού αερίου και πετρελαίου που θα πρέπει να παραμείνουν στο έδαφος», δήλωσε στο συνέδριο η Αν Σίμπσον, διευθύντρια επενδύσεων παγκόσμιας διακυβέρνησης του Συστήματος Συνταξιοδότησης Δημοσίων Υπαλλήλων της Καλιφόρνια, του μεγαλύτερου αμερικανικού δημόσιου ταμείου συντάξεων.

«Ωστόσο, βλέπουμε ότι τα διοικητικά συμβούλια δεν είναι διατεθειμένα να μιλήσουν στους μετόχους τους για το θέμα αυτό», πρόσθεσε.