Πρωταγωνιστής σε ένα κορυφαίο έργο που παραμένει ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες και χωράει άπειρες σκέψεις και πολλούς προβληματισμούς, ο ηθοποιός Λάζαρος Γεωργακόπουλος αναμένει κάτι που δεν έρχεται ποτέ, και μας μιλά για το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Πρωταγωνιστής σε ένα κορυφαίο έργο που παραμένει ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες και χωράει άπειρες σκέψεις και πολλούς προβληματισμούς, ο ηθοποιός Λάζαρος Γεωργακόπουλος αναμένει κάτι που δεν έρχεται ποτέ, και μας μιλά για το έργο «Περιμένοντας τον Γκοντό».
Το αριστούργημα της παγκόσμιας δραματουργίας, το πιο γνωστό έργο του Ιρλανδού νομπελίστα συγγραφέα Σάμιουελ Μπέκετ, ένα έργο - ερώτηση που αναζητεί επίμονα απάντηση, παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία της Νατάσας Τριανταφύλλη, στο Αίθριο του Μουσείου Μπενάκη της οδού Πειραιώς, έως τις 31 Ιουλίου, από Τρίτη έως και Κυριακή, στις 9.30 το βράδυ.
Στερούμενο πλοκής, ακόμη πιο ολοκληρωτικά από τα υπόλοιπα έργα του «Θεάτρου του Παραλόγου», και με το ζήτημα της αβεβαιότητας να αποτελεί την ουσία του, χωρίς να υπάρχουν «κλειδιά» που βοηθούν στην αποκρυπτογράφηση, το κείμενο αυτό είναι - κατά πολλούς - το σημαντικότερο θεατρικό έργο του 20ού αιώνα. Ο Λάζαρος Γεωργακόπουλος υποδύεται έναν από τους ήρωές του και μιλά για το έργο και για τη σημερινή Ελλάδα.
Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτού του παραβολικού μύθου του Μπέκετ;
Το “Περιμένοντας τον Γκοντό” είναι ένα όριο για ολόκληρο τον δυτικό πολιτισμό. Μετά τον Γκοντό και, γενικά, τον Μπέκετ, το σύγχρονο θέατρο δεν είναι πια το ίδιο. Κυρίως, γιατί αναδιαπραγματεύεται τον ορισμό του τραγικού και συνθέτει έναν καινούριο, για έναν κόσμο χωρίς Θεό, χωρίς επικοινωνία, με πολύ μοναξιά, σε έναν κόσμο, όπου το αμλετικό “να είσαι, να μην είσαι” αντικαθίσταται από το μπεκετικό “ποιον περιμένουμε”. Είναι το έργο, που έρχεται μετά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, για να εκφράσει, όσο κανένα άλλο, τον εφιάλτη του κενού του νοήματος, την αδυναμία του ανθρώπου να εντάξει τον εαυτό του σε μια νέα νοηματοδοσία.
Πώς περιγράφεται το έργο από τον ίδιο τον συγγραφέα του;
Ο Μπέκετ χαρακτηρίζει το έργο “τραγικωμωδία”, καθώς παντρεύει την τραγωδία με το αρλεκινικό θέατρο του δρόμου και την κομέντια ντελ άρτε. Ωστόσο, και επί της ουσίας, ο Μπέκετ γνωρίζει καλά πως καταθέτει ένα κείμενο - αφετηρία για ένα νέο είδος. Είναι το θέατρο, που δεν αναπτύσσεται πάνω σε δράσεις, σε πράξεις και γεγονότα, αλλά πάνω στο εφιαλτικό κενό της απουσίας αυτών των γεγονότων. Αυτό το νέο είδος, με το οποίο ο Μπέκετ άλλαξε το παγκόσμιο θέατρο, ονομάστηκε “Θέατρο του Κενού” ή “Υπαρξιστικό Θέατρο του Παραλόγου”. Μα νομίζω πως κανένας ορισμός δεν καλύπτει πλήρως το θέατρο του Μπέκετ. Και αυτό είναι το μεγαλείο του.
Σκιαγραφείστε μας τους ήρωές του.
Στο έργο, υπάρχουν τρία ζεύγη ηρώων - τα δύο είναι πλήρη, το τρίτο ελλειπτικό. Ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, που διαρκώς περιμένουν, δίχως να εξουσιάζουν και δίχως να μετακινούνται, παγιδευμένοι σε μία συνεχή επανάληψη, έρχονται στο ίδιο μέρος κάθε μέρα, με ισχνή μνήμη και με μοναδική δράση τον λόγο. Ο Πότζο και ο Λάκι, που διαρκώς περιφέρονται, ανακυκλώνοντας μια ολέθρια σχέση εξουσιαστή και εξουσιαζόμενου, το αγόρι που διαρκώς αναγγέλλει μια αναβολή και, τέλος, ο Γκοντό, που δεν έρχεται ποτέ ή απλώς δεν υπάρχει παρά μόνο ως ανθρώπινο αίτημα.
Τι περιμένουν και σε τι τους ωθεί αυτή η αναμονή μιας ανύπαρκτης άφιξης;
Έχουν δοθεί πάρα πολλές ερμηνείες - πολιτικές, υπαρξιακές, θεολογικές, ψυχαναλυτικές - για το έργο και για το τι συμβολίζει ο Γκοντό - καθώς ο Μπέκετ ποτέ δεν απάντησε σε αυτό το ερώτημα: τον Θεό -που, τόσο προφανώς, περιέχει στο όνομά του, τον θάνατο, το επερχόμενο νόημα, την επανάσταση ή και ό,τι άλλο. Έχω την αίσθηση πως οι δύο ήρωες που περιμένουν, ο Βλαδίμηρος και ο Εστραγκόν, ουσιαστικά είναι δυο alter ego του Άμλετ, αλλά χωρίς φάντασμα του πατέρα, χωρίς πόθο για εκδίκηση, χωρίς μίσος, χωρίς τη διερώτηση της αυτοκτονίας. Αυτή η έλλειψη αφετηρίας για δράση είναι η τραγωδία τους. Δεν είναι τυχαίο πως οι δυο τους δεν μπορούν ούτε καν να αυτοκτονήσουν, δηλαδή να απαντήσουν στο μοναδικό φιλοσοφικό ερώτημα του ανθρώπου: “να αυτοκτονήσω ή να πιώ καφέ;”, κατά τον Καμύ. Υπό αυτή την έννοια, ο Βλαδίμηρος και Εστραγκόν περιμένουν ένα προπατορικό αμάρτημα, που θα μπορέσει να επανεκκινήσει τη ζωή.
Μελετώντας αυτό το κείμενο που παραμένει ανοιχτό σε πολλαπλές ερμηνείες και χωράει πολλές σκέψεις και προβληματισμούς, ποια είναι η δική σας ερμηνεία;
Πιστεύω πως το κεντρικό διακύβευμα του έργου δεν είναι ποιον περιμένουμε, αλλά η ίδια η αναμονή. Ο άνθρωπος, ως μάταιο ον, περιέχει την ορμή της δημιουργίας, της ηδονής, της καταστροφής. Η αναμονή είναι η απόλυτη απανθρωπιά, γιατί ακυρώνει τον ζωτικό πυρήνα της ανθρώπινης φύσης. Αυτή ήταν η τραγωδία του μεταπολεμικού ανθρώπου: το ότι ένα πλάσμα που φτιάχτηκε, για να δημιουργεί και να καταστρέφει, κατέληξε να περιμένει και να μην αναζητεί το νόημα στον εαυτό του, στις επιθυμίες και τις πράξεις του, αλλά να περιμένει αυτό το νόημα από την ενδεχόμενη έλευση ενός αναπόδεικτου άλλου. Γι’ αυτό και το έργο μάς αφήνει τόσο πικρή γεύση, όταν τελειώνει.
Πώς το προσεγγίζει η Νατάσα Τριανταφύλλη;
Με το “Περιμένοντας τον Γκοντό”, η Νατάσα Τριανταφύλλη συμπληρώνει μια άτυπη τριλογία πάνω στα ηθικά και υπαρξιακά όρια του τραγικού και του μετατραγικού κόσμου. Τα δύο προηγούμενα έργα ήταν η “Αντιγόνη” του Σοφοκλή και οι “Αδελφοί Καραμάζωφ” του Φιοντόρ Ντοστογιέφσκι. Είναι, στα αλήθεια, συγκινητικό το γεγονός ότι μια τόσο νέα σκηνοθέτης επιλέγει να ξεκινήσει με τέτοια θηριώδη αριστουργήματα, που μπορούν να σε συντρίψουν ολοκληρωτικά. Η Νατάσα κυριαρχείται από την αγωνία των ορίων, από τη διάθεση να μετεωριστούμε στο παραστατικό όριο του κάθε κειμένου και να χτίσουμε το σύμπαν της παράστασης πάνω σε αυτόν ακριβώς τον μετεωρισμό.
Στη σημερινή Ελλάδα, τα πράγματα γίνονται όλο και πιο δύσκολα. Όπως οι ήρωες του Μπέκετ, μήπως κι εμείς περιμένουμε μια ανατροπή, που δεν θα έρθει ποτέ;
Στη σημερινή Ελλάδα, τα καταστροφικά ιδεολογήματα που αναπτύχθηκαν, όπως ο “ελληνοχριστιανικός πολιτισμός”, η “ελληνική υπεροχή”, διαμόρφωσαν μια φοβική, ρατσιστική, εθνικιστική και πνευματικά ατροφική κοινωνία. Σε αυτήν την πραγματικότητα, τα πάντα μολύνονται από τον λαϊκισμό και την ανεξέλεγκτη δημαγωγία, ακόμη και το αίτημα της ανατροπής, το οποίο βλέπουμε ως φαντασιακή γέφυρα προς την αλλοτινή μας “ευμάρεια”. Η μόνη πραγματική ανατροπή του κανόνα της νεοελληνικής αντιπνευματικότητας είναι το αίτημα για δυσκολία. Αυτή, εξάλλου, είναι και η πρώτη προϋπόθεση της παιδείας. Όμως, πόσο εφικτό είναι να δούμε διαδηλώσεις από γονείς και μαθητές για τις λιγότερες ώρες μαθημάτων στα σχολεία, για τις λιγότερες ώρες αρχαίων;
Ποια θετική σκέψη σάς τονώνει το ηθικό;
Η δουλειά μου στο θέατρο, τα αιτήματα που κουβαλάει, τα αινίγματα που διαφυλάσσει, η οικογένειά μου, οι φίλοι μου, ότι η ζωή συνεχίζεται και στις πιο αντίξοες συνθήκες είναι σκέψεις, που μπορούν να σε ησυχάσουν κάπως. Όμως, δεν νομίζω ότι υπάρχει θετική σκέψη. Υπάρχουν σκέψεις και εμείς που τοποθετούμαστε απέναντί τους, το τι επιλέγουμε να δούμε. Εγώ επιλέγω τη φωτεινή πλευρά των πραγμάτων, έχοντας, όμως, στραμμένα τα μάτια μου στα σκοτάδια τους.
Ταυτότητα παράστασης
Μετάφραση: Έρι Κύργια, σκηνοθεσία: Νατάσα Τριανταφύλλη, μουσική: Μόνικα, σκηνογραφία: Εύα Μανιδάκη, κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, φωτισμοί: Scott Bolman, δραματολόγος: Δήμητρα Γκούγκλια, βοηθός σκηνοθέτη: Βασιλική Σουρή, βοηθός σκηνογράφου: Φιλάνθη Μπουγάτσου, οργάνωση παραγωγής: Μανόλης Σάρδης - PRO 4. Παίζουν: Λάζαρος Γεωργακόπουλος, Δημήτρης Μπίτος, Αντώνης Αντωνόπουλος, Αινείας Τσαμάτης, φωνή αγοριού: Λένα Παπαληγούρα.
Πληροφορίες
Μουσείο Μπενάκη Οδού Πειραιώς - Αίθριο: Πειραιώς 138 - Αθήνα, τηλ.: 210 3453111. Τιμές εισιτηρίων: χορηγικό επιλεγμένων θέσεων: 50 ευρώ, κανονικό: 20 ευρώ, μειωμένο (φοιτητικό, ΑΜΕΑ, ανέργων, άνω των 65): 15 ευρώ. Προπώληση εισιτηρίων: Ticket Services: Πανεπιστημίου 39 (εντός Στοάς Πεσμαζόγλου), τηλεφωνικά: 210 7234567, ηλεκτρονικά: ticketservices.gr.