Δεν έχουν περάσει πολλές ημέρες από τότε που Βερολίνο και Βρυξέλλες μιλούσαν για αυτοκριτική, ετοιμάζονταν να αναζητήσουν τις ρίζες της έντονης δυσφορίας των πολιτών απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, να δουν τι είναι αυτό που καθιστά τον ευρωσκεπτικιστικό ή και σφόδρα αντιευρωπαϊκό λόγο τόσο ελκυστικό, γράφει η Νατάσα Στασινού.
Από την έντυπη έκδοση
της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Δεν έχουν περάσει πολλές ημέρες από τότε που Βερολίνο και Βρυξέλλες μιλούσαν για αυτοκριτική, ετοιμάζονταν να αναζητήσουν τις ρίζες της έντονης δυσφορίας των πολιτών απέναντι στους ευρωπαϊκούς θεσμούς, να δουν τι είναι αυτό που καθιστά τον ευρωσκεπτικιστικό ή και σφόδρα αντιευρωπαϊκό λόγο τόσο ελκυστικό.
Ήταν το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος εκείνο, που λειτούργησε ως καμπανάκι. Και ήταν οι κάλπες που προηγήθηκαν της βρετανικής, αλλά και εκείνες που έρχονται μέσα στον επόμενο χρόνο ανά την Ευρώπη που έκαναν το καμπανάκι να ηχήσει πιο δυνατά από ποτέ σε ώτα ηγετών και ανώτατων αξιωματούχων.
Πίστευε κανείς ότι το νέο αυτό πολιτικό σοκ θα μπορούσε να φέρει αυτό που δεν είχε πετύχει μία πολυετής κρίση και ένα προσφυγικό κύμα, που βρήκε την Ευρώπη απροετοίμαστη και διχασμένη: αντανακλαστικά ενότητας, αντιμετώπιση ανισορροπιών και ελλειμμάτων συνοχής.
Οι προσδοκίες διαψεύδονται. Γιατί τελικά το μόνο που φαίνεται να πετυχαίνει το Brexit είναι να αναδείξει τις διαχωριστικές γραμμές, να θυμίσει ποιος έχει τον πρώτο και τελευταίο λόγο, να δώσει πάλι την εικόνα μίας ένωσης, στην οποία όλοι είναι ίσοι, αλλά κάποιοι... πιο ίσοι από τους άλλους.
Η απόφαση της Επιτροπής να εκκινήσει για πρώτη φορά διαδικασία κυρώσεων κατά των δύο «απείθαρχων μαθητών» της Ιβηρικής είναι ενδεικτικό παράδειγμα. Σε τι διαφέρουν η Ισπανία και η Πορτογαλία, των οποίων η τιμωρία προτείνεται σήμερα, από τη Γαλλία, η οποία πέρυσι έπεσε στα μαλακά;
Δεν προσπάθησαν αρκετά, μας λέει η Κομισιόν, αλλά δεν πείθει. Μαδρίτη και Λισαβόνα εφήρμοσαν άκρως επώδυνα μέτρα λιτότητας στο πλαίσιο μνημονίων, όπως και διαρθρωτικές αλλαγές με στόχο την «ευελιξία» στην αγορά εργασίας και την ανταγωνιστικότητα πολύ πέραν αυτών που επιχειρεί σήμερα το Παρίσι.
Και είναι δύο χώρες που έχουν να αντιμετωπίσουν το λεγόμενο «πολιτικό ρίσκο». Στην Ισπανία αναζητούν ακόμη κυβέρνηση. Στην Πορτογαλία όσο πιο αυστηρή γίνεται η φωνή των Βρυξελλών τόσο ενισχύονται και οι φωνές που ζητούν δημοψήφισμα για το «πόση Ευρώπη» θέλουν οι πολίτες.
Ενδεχόμενες κυρώσεις θα εντείνουν τον ευρωσκεπτικισμό, προειδοποίησε ορθώς ο Πορτογάλος πρωθυπουργός. Γιατί λοιπόν φτάσαμε στην απειλή τους;
«Γιατί δεν μπορούμε να έχουμε δύο μέτρα και δύο σταθμά. Όλοι οφείλουν να τηρούν τους κανόνες» εξήγησε ο Σλοβάκος υπουργός Οικονομικών, Πέτερ Καζιμίρ. Αυτό είναι πράγματι το μήνυμα που θέλουν να στείλουν οι ισχυροί του Βορρά και οι δορυφόροι τους στη μετά Brexit εποχή. Στέλνουν, ωστόσο, το αντίθετο: αυτό της ειδικής μεταχείρισης, της πειθαρχίας αλά καρτ. «Είναι η εφαρμογή, ανόητε», που είχε πει ο Βόλφγκανγκ Σόιμπλε.
Το Βερολίνο πιστεύει πως σε ένα περιβάλλον αστάθειας η Ε.Ε. μπορεί να πορευθεί μόνο με αυστηρή τήρηση των συμφωνηθέντων. Μόνο που φαίνεται να ξεχνά, πως πέραν των κανόνων υπάρχει και η πολιτική πραγματικότητα. Και αυτή αποδεικνύεται αμείλικτη.