Ήταν ένας Συντηρητικός πρωθυπουργός, ο Χάρολντ Μακμίλαν, ο οποίος έθεσε τη δεκαετία του ‘60 τη Βρετανία σε τροχιά ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κόντρα σε αντιδράσεις εσωκομματικές και αντιπολιτευτικές και στα αυστηρά «όχι» των Γάλλων, γράφει η Νατάσα Στασινού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
Ήταν ένας Συντηρητικός πρωθυπουργός, ο Χάρολντ Μακμίλαν, ο οποίος έθεσε τη δεκαετία του ‘60 τη Βρετανία σε τροχιά ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, κόντρα σε αντιδράσεις εσωκομματικές και αντιπολιτευτικές και στα αυστηρά «όχι» των Γάλλων. Η ένταξη ήρθε τελικά το ‘73 και επιβεβαιώθηκε από τους πολίτες το ‘75. Η ενσωμάτωση, όμως, μάλλον δεν ήρθε. Η Βρετανία ήταν πάντα κάτι σαν «ξένο σώμα».
Πολλά έχουν γραφτεί ευλόγως για τις ευθύνες του Ντέιβιντ Κάμερον, αλλά και της Ε.Ε. Δεκάδες οι αναλύσεις για το πώς οι λαϊκιστικές και υπερπατριωτικές φωνές έθρεψαν τον αντιευρωπαϊσμό. Πολλοί καυτηριάσαμε τις γραφικότητες του Μπόρις Τζόνσον, που ως ανταποκριτής αρεσκόταν σε ιστοριούλες για παράλογους γραφειοκράτες και... τετράγωνες φράουλες.
Περιορίζεται, όμως, σε αυτούς η ευθύνη; Τι ρόλο είχαν διαχρονικά οι μετριοπαθείς, σοβαρές φωνές στη Βρετανία; Ποιο ήταν το μήνυμα που έστελνε η πολιτική και οικονομική ελίτ;
Από τη Μάργκαρετ Θάτσερ, που το ‘75 στήριζε τη συμμετοχή, για να ζητήσει ως πρωθυπουργός αργότερα «τα λεφτά της πίσω» έως τους φιλοευρωπαίους Τζον Μέιτζορ και Τόνι Μπλερ ή τον σκεπτικιστή Γκόρντον Μπράουν, η Ε.Ε. ήταν πρωτίστως οικονομική συναλλαγή. Οι πολιτικοί την παρουσίαζαν και την αντιμετώπιζαν ως χώρο ελεύθερης διακίνησης αγαθών και κεφαλαίων.
Το ίδιο και το Σίτι. Ήθελε την ενιαία αγορά, αλλά εξαπέλυε μύδρους κατά των ρυθμιστικών παρέμβάσεων των Βρυξελλών και των έξωθεν ελέγχων. Άλλοι πάλι την πλάσαραν ως «αναγκαίο κακό».
Ίσως γιατί η Βρετανία δεν εισήλθε με ξεκάθαρο στόχο. Για τη Γερμανία και τη Γαλλία ήταν η επούλωση των πληγών του πολέμου το αρχικό κίνητρο. Για μικρότερες χώρες η επιθυμία ένταξης σε ένα ισχυρό σύνολο.
Δεν ήταν μόνο η επιλογή να μείνει εκτός Ευρωζώνης, που το φανερώνει αυτό. Η Βρετανία έμεινε εκτός Σένγκεν, πάλεψε και πέτυχε σημαντικές εξαιρέσεις από το κοινοτικό κεκτημένο, πολέμησε σφόδρα τις προσπάθειες ενίσχυσης του ρόλου του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, την εκπροσώπηση των περιφερειών, βήματα προς αυξημένη λαϊκή νομιμοποίηση. Και όταν είπε ναι στη διεύρυνση, το έκανε με την ελπίδα για συμμάχους της ίδιας λογικής.
Κανείς δεν μιλούσε για πολιτική ενοποίηση, δεν εξήγησε πως όταν ανήκεις σε μία ένωση, έχεις υποχρεώσεις, εκχωρείς μέρος της κυριαρχίας. Δεν απάντησε στις ανησυχίες για υπονόμευση εθνικών θεσμών, όπως το Κοινοβούλιο.
Η στάση λειτούργησε ως πρόσφορο έδαφος για όλους όσοι στη συνέχεια σήκωσαν τη σημαία της «εθνικής κυραρχίας», της «ανεξαρτησίας», της απόσχισης από έναν οργανισμό «που δεν μας σέβεται».
«Όταν οι πολίτες μιλούν, όλοι, συμπεριλαμβανομένων των βουλευτών, θα πρέπει να τρέμουν μπροστά στην απόφαση. Με αυτό το πνεύμα αποδέχομαι το αποτέλεσμα» δήλωνε ο Ευρωσκεπτικιστής υπουργός Τόνι Μπεν, το 1975, όταν το 67% των Βρετανών ψήφιζε «Ευρώπη». Πολλά άλλαξαν έκτοτε. Άλλα πάλι έμειναν πεισματικά ίδια. Τώρα όλοι καλούνται να αποδεχθούν το «αντίο».