Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος είναι από εκείνα τα γεγονότα που τέμνουν ιστορικά τον χρόνο επιταχύνοντάς τον. Από τα ξημερώματα της Παρασκευής, πλανάται παντού το φάντασμα της διάλυσης της ευρωπαϊκής υπερεθνικής δομής που διασφάλισε ειρήνη, σταθερότητα και -για πολλά χρόνια- ευημερία στη γηραιά ήπειρο, γράφει ο Γιώργος Χατζηλίδης.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Χατζηλίδη
[email protected]
Το αποτέλεσμα του βρετανικού δημοψηφίσματος είναι από εκείνα τα γεγονότα που τέμνουν ιστορικά τον χρόνο επιταχύνοντάς τον. Από τα ξημερώματα της Παρασκευής, πλανάται παντού το φάντασμα της διάλυσης της ευρωπαϊκής υπερεθνικής δομής που διασφάλισε ειρήνη, σταθερότητα και -για πολλά χρόνια- ευημερία στη γηραιά ήπειρο.
Οι αιτίες του εκκωφαντικού «Leave» σχετίζονται τόσο με τη γενικευμένη κρίση στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όσο βεβαίως και με το «βρετανικό DNA». Όποιος έχει περάσει έστω ένα μικρό διάστημα της ζωής του στη Μεγάλη Βρετανία έχει αντιληφθεί ότι μεγάλη μερίδα των Άγγλων, λιγότερο ή περισσότερο συνειδητά, θεωρεί εαυτόν κάτι διαφορετικό από τους υπόλοιπους Ευρωπαίους. Αυτή η αντίληψη περί «βρετανικής υπεροχής», κατάλοιπο της «αυτοκρατορικής περιόδου», γίνεται κυρίως αισθητή, όπως απέδειξε και η κάλπη του Brexit, σε μεγαλύτερες ηλικιακές ομάδες - σε αντίθεση με τις νεότερες γενιές που, ιδίως στα μεγάλα αστικά κέντρα, έχουν διαμορφώσει και αφομοιώσει μία κουλτούρα ανεκτικότητας και πολυπολιτισμικότητας.
Άλλωστε, εξαρχής οι Βρετανοί συμμετείχαν με αμφιθυμία στην Ευρωπαϊκή Ένωση - η διεκδίκηση μίας προνομιακής σχέσης ήταν το μόνιμο ζήτημά τους. Για να εκδηλωθούν, βέβαια, τα «εθνικά απωθημένα» πρέπει να υπάρχει πρόσφορο έδαφος. Και η προβληματική κατάσταση στη σημερινή Ε.Ε. έχει θρέψει για τα καλά τον ευρωσκεπτικισμό, στη Βρετανία και αλλού, συνασπίζοντας εναντίον της ετερόκλητες ιδεολογικές και κοινωνικές ομάδες. Η Αριστερά εναντιώνεται με αιχμή την παρατεταμένη λιτότητα στην Ε.Ε., η Ακροδεξιά με αιχμή την έκρηξη στη μετανάστευση, βρίσκοντας αμφότερες ακροατήριο είτε στα λαϊκά είτε στα αστικά στρώματα, συχνά και στα δύο.
Καταλυτικό αρνητικό φορτίο προσθέτει η κρίση εμπιστοσύνης και αντιπροσώπευσης μεταξύ των πολιτών και των θεσμών που εκπροσωπούν την Ένωση. Πολλοί Ευρωπαίοι νιώθουν ότι δεν έχει νόημα η ψήφος τους, ότι δεν υπάρχει λογοδοσία από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, ότι η Ε.Ε. υπάρχει για να εξυπηρετεί τις ελίτ και τη γραφειοκρατία των Βρυξελλών. Μπορεί η κρίση να αποδεχθεί ευκαιρία; Το μπαλάκι για τη διαχείριση της μετα-Brexit εποχής πέφτει στους ισχυρούς της Ε.Ε. και ειδικά στη Γερμανία. Η περαιτέρω «γερμανοποίηση» της Ένωσης, με το σύμπλεγμα του πληθωρισμού και τις μονολιθικές μονεταριστικές εμμονές, νομοτελειακά θα οδηγήσει στη διάλυσή της.
Αντίθετα, ο εκδημοκρατισμός της Ε.Ε. και ο «εξευρωπαϊσμός» της Γερμανίας (σταδιακή πορεία προς την αμοιβαιοποίηση των χρεών, αποδοχή της επεκτατικής πολιτικής ως εργαλείο υπέρβασης της ύφεσης και διατήρησης της κοινωνικής συνοχής κ.ά.) είναι ο δρόμος που, μέσω της πολιτικής ενοποίησης, μπορεί να βάλει φρένο στις αποσχιστικές τάσεις και να δώσει νέα πνοή στο όραμα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης. Και η Ελλάδα μπορεί να έχει θέση σε αυτό τον «θαυμαστό καινούργιο κόσμο» που τυχόν γεννηθεί; Μπορεί, αρκεί να πάρει το δικό της διαζύγιο με τις βαθιά ριζωμένες κρατικιστικές-κρατικοδίαιτες αντιλήψεις και πρακτικές, προτάσσοντας επιτέλους τον υγιή ιδιωτικό τομέα ως κεντρικό πυλώνα της οικονομίας της.