«Ο οικονομολόγος θα γνωρίζει αύριο γιατί αυτά που προέβλεψε χθες δεν συνέβησαν σήμερα». Το αστείο αυτό ακούγεται συχνά στη Wall Street. Υπερβολή; Καθόλου, θα απαντούσε ο Tζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, εκ των κορυφαίων οικονομολόγων του περασμένου αιώνα, ο οποίος είχε υπάρξει ακόμη πιο καυστικός, ομολογώντας: «Η μόνη λειτουργία των οικονομικών προβλέψεων είναι να κάνουν την αστρολογία να φαίνεται αξιόπιστη», γράφει η Νατάσα Στασινου.
Από την έντυπη έκδοση
Της Νατάσας Στασινού
[email protected]
«Ο οικονομολόγος θα γνωρίζει αύριο γιατί αυτά που προέβλεψε χθες δεν συνέβησαν σήμερα». Το αστείο αυτό ακούγεται συχνά στη Wall Street. Υπερβολή; Καθόλου, θα απαντούσε ο Tζον Κένεθ Γκάλμπρεϊθ, εκ των κορυφαίων οικονομολόγων του περασμένου αιώνα, ο οποίος είχε υπάρξει ακόμη πιο καυστικός, ομολογώντας: «Η μόνη λειτουργία των οικονομικών προβλέψεων είναι να κάνουν την αστρολογία να φαίνεται αξιόπιστη».
Από το 2008 έχουμε συνηθίσει οι διεθνείς οργανισμοί να αναθεωρούν συνεχώς τις προβλέψεις τους, παραδεχόμενοι ανά τακτά διαστήματα ότι έπεσαν έξω, υποεκτίμησαν κινδύνους ή υπερεκτίμησαν τις δυνατότητες των κεντρικών τραπεζών στην αντιμετώπισή τους.
Όταν, όμως, έρχονται να αμφισβητήσουν πολιτικές που με πείσμα υποδείκνυαν επί χρόνια, είναι λογικό το «συγγνώμη, λάθος» να προκαλεί ντόρο. Αυτό συνέβη με πρόσφατο άρθρο οικονομολόγων του ΔΝΤ, στο οποίο μπαίνει στο στόχαστρο όχι ο νεοφιλελευθερισμός εν γένει, όπως γράφτηκε κατά κόρον, αλλά μία πτυχή του: η επιμονή στη λιτότητα.
Αυτή οξύνει τις ανισότητες και πλήττει την ανάπτυξη, αποφαίνονται οι ειδικοί ενός οργανισμού, του οποίου λέγαμε κάποτε πως τα αρχικά (IMF) σημαίνουν... «It’s Mostly Fiscal», δεδομένης της σταθερής υπεράσπισης της αυστηρής δημοσιονομικής πολιτικής.
Πολλοί σχολίασαν το χάσμα ανάμεσα στα λόγια και τις πράξεις, έκαναν λόγο για «σουρεαλισμό» ή ακόμη και υποκρισία. Είναι αλήθεια ότι καταγράφεται συχνά διαφωνία ανάμεσα στο ερευνητικό και το επιχειρησιακό τμήμα του ΔΝΤ. Για να είμαστε, όμως, δίκαιοι, το Ταμείο έχει επανειλημμένα τα τελευταία χρόνια καλέσει τους Ευρωπαίους και ιδιαίτερα τους Γερμανούς να μη θυσιάζουν την ανάπτυξη στον βωμό της πειθαρχίας.
Και από το 2013 είχε πει «mea culpa» (κάτι που ποτέ δεν έκαναν οι ευρωπαϊκοί θεσμοί), με τον Ολιβιέ Μπλανσάρ να ομολογεί μία αλήθεια: οι επιπτώσεις της λιτότητας στην ελληνική οικονομία υποεκτιμήθηκαν αισθητά. Αρκεί αυτό; Καθόλου. Το ΔΝΤ εξακολουθεί να επιμένει σε αποτυχημένες συνταγές, με στόχο να «βγουν τα νούμερα».
Τουλάχιστον όμως αναγνωρίζει -σε αντίθεση με τους Ευρωπαίους- ότι ο στόχος για πρωτογενές πλεόνασμα 3,5% του ΑΕΠ δεν είναι ούτε ρεαλιστικός ούτε θεμιτός. Και επιμένει στην ανάγκη για ουσιαστική ελάφρυνση του χρέους, χωρίς να έχει πειστεί από την πρόσφατη συμφωνία.
Στην Ελλάδα έχουμε συνηθίσει το ΔΝΤ στον ρόλο του απόλυτου κακού.
Ξεχνάμε, όμως, ότι ως οργανισμός, που απαιτείται μεν να κρατά ισορροπίες μεταξύ των μελών του, αλλά δεν απευθύνεται άμεσα σε κάποιο εθνικό κοινό, ούτε έχει να καθησυχάσει αυτιά ψηφοφόρων, όπως συμβαίνει με τους Ευρωπαίους ηγέτες και υπουργούς, έχει την πολυτέλεια να ομολογήσει περισσότερα λάθη, να πει αλήθειες.
Σε κανέναν δεν αρέσουν οι «κακοί τεχνοκράτες». Αποδεικνύονται όμως πιο ευέλικτοι από πολιτικούς που, μπροστά σε εκλογές, δημοψηφίσματα, ακροδεξιές κορόνες, επιλέγουν με ημίμετρα να κρύψουν το πρόβλημα κάτω από το χαλάκι.