Ένα από τα βασικά στοιχεία της επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ρητορική του. Η ιδιαίτερη βαναυσότητά της καταργεί το αυτονόητο, στραγγαλίζει προκαταβολικά το όποιο επιχείρημα αντίκρουσης και εγκαθιστά μια βία -συμβολική- στο κέντρο της δημόσιας σφαίρας, γράφει ο Δημήτρης Η. Χατζηδημητρίου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη H. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Ένα από τα βασικά στοιχεία της επιτυχίας του ΣΥΡΙΖΑ είναι η ρητορική του. Η ιδιαίτερη βαναυσότητά της καταργεί το αυτονόητο, στραγγαλίζει προκαταβολικά το όποιο επιχείρημα αντίκρουσης και εγκαθιστά μια βία -συμβολική- στο κέντρο της δημόσιας σφαίρας.
Ο απροκάλυπτος κυνισμός των διατυπώσεων δεν αιφνιδιάζει απλώς τον δέκτη του μηνύματος, αλλά αφαιρεί και το δικαίωμα απάντησης, καθώς έχει ήδη δυναμιτίσει το έδαφος επί του οποίου θα μπορούσε να αναπτυχθεί ένας γόνιμος διάλογος. Έτσι μπορεί να εξηγηθεί και η προσλαμβανόμενη ως αδυναμία των πολιτικών αντιπάλων του ΣΥΡΙΖΑ να αντιπαρατεθούν στην πολιτική αγορά. Πόσο μάλλον που θα έπρεπε να θραύσουν το κέλυφος του πολιτικού καθωσπρεπισμού και να δεχθούν να συμπράξουν σε μια πολιτική διαμάχη με όρους παλαίστρας, όπου όλα τα χτυπήματα επιτρέπονται.
Είναι εξαιρετικά ενδιαφέρον, για ένα κόμμα που αυτοπροσδιορίζεται ως φορέας ενός αριστερού ριζοσπαστισμού, ότι στην πολιτική πρακτική του και στην τρέχουσα διαχείριση των κυβερνητικών υποθέσεων λειτουργεί ως ιδιότυπο απείκασμα ενός laissez-faire καπιταλισμού. Ο συλλογισμός δεν είναι αυθαίρετος, πολύ περισσότερο που υπό το πρίσμα της πρόσφατης εμπειρίας, της ισοπεδωτικής νομοθετικής πρωτοβουλίας της κυβέρνησης, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να έχει εισέλθει οριστικά σε έναν επικίνδυνο μονόδρομο, ο οποίος οδηγεί, νομοτελειακά, στη φαλκίδευση των πολιτικών ελευθεριών και τον φενακισμό της ισότητας των ευκαιριών. Άγεται σε επιλογές που καταστρέφουν τις θεσμικές βάσεις της -κατά John Rawls- ιδιοκτησιακής δημοκρατίας και προετοιμάζει τους όρους παράδοσης σε μια ολιγαρχία.
Τα σημάδια είναι ορατά και προσφέρονται σε κοινή θέα οι αποδείξεις που τεκμηριώνουν αυτόν τον ισχυρισμό. Πλην όμως, σε κοινωνίες του 1/3 μόνον οι αυταπάτες μπορούν να δικαιολογήσουν μια στρατηγική συμπόρευσης με αυτούς, τους ολίγους, που βρίσκονται στην κορυφή της πυραμίδας…
Είναι αλήθεια ότι καμία κυβέρνηση δεν λειτουργεί σε κενό ταξικών συμφερόντων και συσχετισμών, όπως αυτοί αποκρυσταλλώνονται στην πραγματική ζωή και οι πολιτικές αποφάσεις τους δεν είναι εντελώς απαλλαγμένες ταξικού προσήμου. Αλλά, σε καθεστώς αστικής δημοκρατίας, η οποία λειτουργεί με θεσμική επάρκεια, σπανίζει το φαινόμενο η κυβέρνηση να πολιτεύεται, στο εσωτερικό, με βάση τη Σμιτιανή διάκριση «εχθρός-φίλος». Ακόμη και σε αυτό το επίπεδο, ο ΣΥΡΙΖΑ φαίνεται να πρωτοτυπεί και στη ρητορεία και στην εφαρμοζόμενη πολιτική. Ο εξισωτισμός που επαγγέλλεται δεν αρδεύεται από τις πηγές της ευρωπαϊκής αριστεράς και της σκανδιναβικής σοσιαλδημοκρατίας, αλλά μοιάζει ως μακρινή ηχώ δογματικών προσταγμάτων του 19ου αιώνα.
Η συνεχής επίκληση στο πρωτείο των «ταξικών επιλογών», αποκαλύπτει προτίμηση σε πρακτικές του 20ού αιώνα, εκεί όπου τα τσαρικά ουκάζια αντικαταστάθηκαν από τα diktat του Πατερούλη. Πρόκειται για διακήρυξη πίστης στον ανατολίτικο δεσποτισμό, σε μεγάλη απόσταση από τον κοινό τόπο της Δύσης. Στην πολιτική παράδοση της τελευταίας ανήκει η απόφανση του Γερμανού νομικού-πολιτικού φιλόσοφου Johannes Althusius, «η εξουσία πρέπει να επιστρέφει στο λαό όταν δεν ασκείται πια προς όφελός του».