Κόσμος
Πέμπτη, 30 Ιουνίου 2005 17:31

Συνταγές καταπολέμησης της ανεργίας

Στη Γαλλία, το πρόγραμμα λέγεται «θέσεις για νέους», στη Γερμανία «εκπαίδευση τώρα», στην Ιρλανδία «πρόσβαση των νέων». Ολες οι χώρες της Ευρώπης έχουν δοκιμάσει διάφορες συνταγές για να καταπολεμήσουν την ανεργία των νέων.

Αποτέλεσμα; Στην Ευρώπη των «25», η ανεργία στις ηλικίες 15 ως 25 ετών φτάνει κατά μέσο όρο το 18,7%, διπλάσια από την ανεργία που αφορά ολόκληρο το εργατικό δυναμικό.

Η Γαλλία, η Φινλανδία, η Ιταλία, το Βέλγιο, η Πολωνία, η Ελλάδα και η Ισπανία (παρά τις προόδους που έχει σημειώσει) έχουν νεανική ανεργία άνω του 20%. Αντίθετα, τα ποσοστά στη Δανία, την Ιρλανδία, την Αυστρία και την Ολλανδία είναι 8% ως 10%.

Ανάμεσα στα δύο αυτά άκρα βρίσκονται χώρες, όπως η Βρετανία, η Νορβηγία και η Ουγγαρία, με ποσοστά 12% ως 16%. Σε κάθε περίπτωση, το συμπέρασμα είναι ένα: οι νεαροί Ευρωπαίοι έχουν δύο φορές λιγότερες πιθανότητες από τους μεγαλύτερους να βρουν δουλειά.

Δύο μόνο χώρες αποτελούν εξαίρεση: η Γερμανία και η Δανία, όπου η ανεργία των νέων είναι «μόλις» κατά το ένα τρίτο μεγαλύτερη από την ανεργία στο σύνολο του πληθυσμού. Στη βάση αυτής της επιτυχίας βρίσκεται ένα «δυαδικό» σύστημα, όπως το αποκαλεί ο Ρέιμοντ Τόρες, ειδικός για την εργασία στον ΟΟΣΑ.

Το σύστημα αυτό συνδυάζει την εκπαίδευση και την επιχειρηματικότητα. Η Γερμανία έχει καταφέρει έτσι να οικοδομήσει με τους κοινωνικούς εταίρους μια πραγματική πολιτική μαθητείας. Την ίδια ώρα, τα κρατίδια έχουν δεσμευτεί να εκσυγχρονίσουν τα σχολικά τους εγχειρίδια και να βελτιώσουν την ποιότητα της εκπαίδευσης.

Αν και έχει νεανική ανεργία διπλάσια από την ανεργία στο σύνολο του πληθυσμού, η Αυστρία προσπαθεί εδώ και χρόνια να αναπτύξει ένα σύστημα μαθητείας. Η χώρα αυτή δίνει έμφαση στην άτυπη εκπαίδευση, όπως για παράδειγμα στην εμπειρία που αποκτά κανείς στο πεδίο των Μη Κυβερνητικών Οργανώσεων, υπολογίζοντας ότι η εκπαίδευση αυτή διευκολύνει την είσοδο στην αγορά εργασίας. Η Αυστρία έχει καθιερώσει έτσι ένα «διαβατήριο μαθητείας» το οποίο περιλαμβάνει τις δραστηριότητες του κατόχου του σε σχέδια ή δραστηριότητες «εκτός προγράμματος» και χρησιμεύει εν είδει βιογραφικού σημειώματος.

Η Δανία, που έχει από τα πιο υψηλά ποσοστά απασχόλησης σε όλη την Ευρώπη http://www.naftemporiki.gr/news/static/05/06/30/1066313.htm , προέβλεψε τους στόχους της συνόδου της Λισαβώνας. Το σχετικό σχέδιο, που εγκρίθηκε το 2000, προβλέπει ότι μέχρι το 2010 η ευρωπαϊκή οικονομία θα γίνει η πιο ανταγωνιστική και δυναμική στον κόσμο. Για να ενθαρρύνει τους νέους να τελειώνουν γρήγορα τις σπουδές τους και την ειδίκευσή τους, η Δανία εφαρμόζει μια πολιτική ελεύθερης πρόσβασης στα προγράμματα εκπαίδευσης και μαθητείας. Το αποτέλεσμα είναι μόλις 10% των νέων να παραμένουν στην ανεργία για διάστημα έως έξι μηνών, ενώ το 85% των νέων 22 ετών έχουν τελειώσει τη δευτεροβάθμια εκπαίδευσή τους.

Εκτός από το «δυαδικό σύστημα», ο Ρέιμοντ Τόρες επισημαίνει άλλα δύο μοντέλα καταπολέμησης της ανεργίας των νέων. Το ένα στηρίζεται στη μερική απασχόληση και εφαρμόζεται κυρίως στην Αυστραλία, στις Ηνωμένες Πολιτείες και στον Καναδά, δευτερευόντως δε στις σκανδιναβικές χώρες και τη Βρετανία.

Το άλλο μοντέλο προβλέπει τη λήψη ειδικών μέτρων (όπως η εκπαίδευση όλων όσοι βρίσκονται στην ανεργία για διάστημα μεγαλύτερο των έξι μηνών) και εφαρμόζεται στη Βρετανία, στη Γαλλία και στην Ιρλανδία. Τα αποτελέσματά του όμως είναι πενιχρά.

Σύγκρουση βρετανικού - γαλλικού μοντέλου

Οι βρετανοί αναλυτές δεν έχουν καμιά αμφιβολία: τα προβλήματα ανεργίας και ανάπτυξης που αντιμετωπίζει η Γαλλία είναι συνέπεια της προστατευτικής πολιτικής που ακολουθούν όλες οι γαλλικές κυβερνήσεις. Σύμφωνα με την προσέγγισή τους, η αγορά εργασίας της Γαλλίας ενδιαφέρεται περισσότερο να διατηρήσει τις υπάρχουσες θέσεις εργασίας παρά να δημιουργήσει καινούργιες.

Στατιστικά στοιχεία που δόθηκαν πρόσφατα στη δημοσιότητα από το Ευρωβαρόμετρο δείχνουν ότι η Βρετανία όχι μόνο έχει μεγαλύτερη ανάπτυξη από τη Γαλλία, αλλά και δημιουργεί περισσότερη εργασία, έχει πολύ μικρότερη ανεργία και έχει αυξήσει πολύ την ανταγωνιστικότητά της. Επιπλέον, ενώ στη Γαλλία η υποχρεωτική μερική εργασία αυξάνεται (από 26,7% το 2000 έφτασε πέρυσι το 28,7%), στη Βρετανία μειώνεται (από 9,7% έφτασε το 7,4%). Το ποσοστό αυτό αφορά τους μερικώς απασχολούμενους που θα ήθελαν μόνιμη δουλειά, αλλά δεν μπορούν να βρουν.

Τα στοιχεία αυτά εξηγούν γιατί ο κατά κεφαλή πλούτος των Βρετανών αυξήθηκε από 110,8 το 1996 σε 118,8 το 2004, ενώ των Γάλλων μειώθηκε την ίδια περίοδο από 114,8 σε 111,6 (για τις συγκρίσεις αυτές, η μέση αγοραστική δύναμη των «25» ορίζεται σε 100 μονάδες).

Η εξάντληση της συζήτησης στη σύγκρουση μεταξύ δύο μοντέλων αποτελεί απλοποίηση των πραγμάτων. Η λύση βρίσκεται κάπου ανάμεσα σ' αυτό που δεν θέλει να χάσει μια κοινωνία και σ' εκείνο που δεν θέλει να υιοθετήσει. (Η συνέχεια αύριο)

Πηγή: Le Figaro, ΑΠΕ, El Pais