Στα 15 χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε., η ελληνική οικονομία μεγάλωσε κατά λιγότερο από 1% τον χρόνο, δηλαδή πολύ λιγότερο από ό,τι οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Για ποιον λόγο; Πρώτον, οι επενδύσεις παρουσίασαν έντονα αρνητική ανάπτυξη της τάξης του 2,2% ετησίως. Άρα, συσσωρευόταν όλο και λιγότερο κεφάλαιο. Ως εκ τούτου, δεν βελτιώθηκε το κεφάλαιο ανά εργαζόμενο και η παραγωγικότητα εργασίας παρέμεινε στάσιμη. Τα κέρδη κατέρρευσαν εξαιτίας μιας πληθώρας κανονισμών, η οποία οδήγησε στην έλλειψη κινήτρων για εγχώριες και ξένες επενδύσεις.
Από την έντυπη έκδοση
Της Renate Neubaumer
Καθηγήτρια στο Πανεπιστήμιο Koblenz-Landau
Στα 15 χρόνια μετά την ένταξη της Ελλάδας στην Ε.Ε., η ελληνική οικονομία μεγάλωσε κατά λιγότερο από 1% τον χρόνο, δηλαδή πολύ λιγότερο από ό,τι οι άλλες ευρωπαϊκές οικονομίες. Για ποιον λόγο; Πρώτον, οι επενδύσεις παρουσίασαν έντονα αρνητική ανάπτυξη της τάξης του 2,2% ετησίως. Άρα, συσσωρευόταν όλο και λιγότερο κεφάλαιο. Ως εκ τούτου, δεν βελτιώθηκε το κεφάλαιο ανά εργαζόμενο και η παραγωγικότητα εργασίας παρέμεινε στάσιμη. Τα κέρδη κατέρρευσαν εξαιτίας μιας πληθώρας κανονισμών, η οποία οδήγησε στην έλλειψη κινήτρων για εγχώριες και ξένες επενδύσεις.
Για παράδειγμα, οι κανόνες που διέπουν τις απολύσεις ήταν πολύ περιοριστικοί και επίσης το 1982 εισήχθη μια αυτόματη τιμαριθμική αναπροσαρμογή των μισθών στον παρελθοντικό πληθωρισμό. Έτσι, τα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού οδήγησαν σε υψηλές μισθολογικές αυξήσεις, οι οποίες, σε συνδυασμό με τη στασιμότητα της παραγωγικότητας, οδήγησαν σε σημαντική αύξηση του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος στη βιομηχανική παραγωγή: δεκαπλασιάστηκε σε διάστημα 15 ετών, εκτοξευόμενο σε πολύ υψηλότερο επίπεδο από ό,τι σε άλλες χώρες-μέλη της Ε.Ε. Επιπλέον, ένα βαρύ κανονιστικό πλαίσιο και ανελαστικές αγορές προϊόντων συνέβαλαν σε χαμηλά περιθώρια κέρδους.
Δεύτερον, η γενική κυβέρνηση αύξησε τις δαπάνες της πολύ γρήγορα μετά την ένταξη στην Ε.Ε., χωρίς ανάλογη αύξηση των εσόδων. Μόνο στο διάστημα 1980-1990 το ποσοστό των δημοσίων δαπανών επί του ΑΕΠ αυξήθηκε κατά 18,5%, σε 48%, όταν το ποσοστό των δημόσιων εισπράξεων ανήλθε μόλις στο 32% του ΑΕΠ. Αυτό οδήγησε σε πολύ υψηλά δημοσιονομικά ελλείμματα, ραγδαία αύξηση του δημόσιου χρέους και, ως εκ τούτου, ισχυρή επέκταση στην εξυπηρέτηση του χρέους. Αυξήθηκαν δε σημαντικά τα έξοδα για το σύστημα υγείας και τις συντάξεις, όπως και οι δαπάνες για τους δημοσίους υπαλλήλους, ενώ τα υψηλά και αυξανόμενα δημοσιονομικά ελλείμματα συνέβαλαν σημαντικά στα υψηλά ποσοστά πληθωρισμού.
Τρίτον, λόγω των προηγούμενων διαρθρωτικών αδυναμιών -πληθώρα κανονισμών, πολύ χαμηλές επενδύσεις, πολύ υψηλές τιμές και αυξήσεις μισθών- το ελληνικό εξωτερικό εμπόριο δεν επωφελήθηκε από την κοινή ευρωπαϊκή αγορά, σε έντονη αντίθεση με τις άλλες νέες χώρες-μέλη της Ε.Ε.
Τον Νοέμβριο του 1993 η Συνθήκη του Μάαστριχτ πρόσφερε στην Ελλάδα τη δυνατότητα ένταξης στην Ευρωζώνη. Ως εκ τούτου, η χώρα εφάρμοσε μια σειρά μεταρρυθμίσεων. Απελευθέρωσε τις συλλογικές διαπραγματεύσεις, εισήγαγε μια νομισματική πολιτική με στόχο τη μεγαλύτερη σταθερότητα των τιμών, αναδιάρθρωσε τις χρηματοπιστωτικές αγορές και απελευθέρωσε τις αγορές προϊόντων. Ωστόσο, η πτώση των μακροπρόθεσμων επιτοκίων -από σχεδόν 21% το 1994 σε 5,5% το 2000- ήταν ζωτικής σημασίας για «μυθικούς» ρυθμούς ανάπτυξης. Από το 2000 έως το 2007 το ΑΕΠ στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 1/3 ή κατά μέσο όρο 4,2% ετησίως.
Το έναυσμα ήταν μια έκρηξη κατοικιών που είχε ήδη ξεκινήσει πριν από την ένταξη στην Ευρωζώνη: Μεταξύ 1999 και 2007 οι επενδύσεις ακινήτων σχεδόν τριπλασιάστηκαν και το μερίδιό τους στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 6% σε 12,5%. Δεν ήταν μόνο τα ιστορικά χαμηλά επιτόκια των στεγαστικών δανείων, αλλά επίσης οι ελληνικές τράπεζες ήταν υπερβολικά γενναιόδωρες στην παροχή πιστώσεων. Προσέλκυσαν πολλά κεφάλαια από άλλες ευρωπαϊκές χώρες και τιτλοποίησαν τα στεγαστικά δάνεια εκτοπίζοντας τον κίνδυνο σε τρίτους.
Τέλος, η ελληνική αγορά ακινήτων έλαβε άλλη μία ώθηση από αλλαγές της φορολογικής νομοθεσίας για τους αγοραστές κατοικίας που συζητήθηκαν στα ΜΜΕ και χρησιμοποιήθηκαν από κτηματομεσιτικά γραφεία ως επιχείρημα πωλήσεων. Τα εισοδήματα στον τομέα της οικοδομής σχεδόν διπλασιάστηκαν, εν μέσω πολλών νέων θέσεων εργασίας και δυσανάλογων μισθολογικών αυξήσεων. Ακολούθησε αύξηση της κατανάλωσης και της ευημερίας σε άλλους τομείς της ελληνικής οικονομίας. Επιπλέον, μια επιπρόσθετη κατανάλωση χρηματοδοτήθηκε από καταναλωτικά δάνεια και από σημαντική αύξηση των δημοσίων δαπανών, κυρίως λόγω της αύξησης του κόστους των συντάξεων και της επέκτασης της δημόσιας διοίκησης. Μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη ο αριθμός των δημοσίων υπαλλήλων αυξήθηκε κατά σχεδόν ένα τέταρτο και οι μισθοί τους αυξήθηκαν σημαντικά. Η απότομη αύξηση του ΑΕΠ, ωστόσο, δεν προέκυψε από καινοτομίες και από επέκταση επιχειρηματικών κεφαλαίων. Οι πάγιες επενδύσεις των επιχειρήσεων ήταν ακόμη σε χαμηλά επίπεδα. Η Ελλάδα δεν συνέχισε τις μεταρρυθμίσεις μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη και δεν πέτυχε αειφόρο ανάπτυξη. Αντ’ αυτού, το 2007 το ελληνικό ΑΕΠ ήταν «φουσκωμένο», λόγω των υψηλών εισροών κεφαλαίων που οδήγησαν σε μια έκρηξη της ζήτησης. Ως εκ τούτου, μια απότομη πτώση του, αμέσως μόλις θα στέρευαν οι ροές κεφαλαίων από τις άλλες χώρες του ευρώ, ήταν «προ-προγραμματισμένη». Έτσι, το 2007 έσκασε η φούσκα των ακινήτων και το ΑΕΠ μειώθηκε τόσο γρήγορα όσο ακριβώς είχε αυξηθεί μετά την ένταξη στην Ευρωζώνη: Το 2013 επέστρεψε στο επίπεδο του 2001. [SID:10234330]
* Το άρθρο αυτό είναι μέρος αφιερώματος στο πλαίσιο συνεργασίας της «Ναυτεμπορικής» και του «DIW Berlin» για την κρίση στην Ελλάδα. Βασίζεται στην έρευνα «Η ελληνική κρίση: Μια ελληνική τραγωδία;» και εκφράζει την προσωπική άποψη του συντάκτη.