Το ασφαλιστικό είναι ένα θέμα που μονίμως, εδώ και δεκαετίες, δημιουργεί έντονες πολώσεις μεταξύ των εκάστοτε κυβερνήσεων, των κομμάτων της αντιπολίτευσης, των συνδικάτων και των κοινωνικών οργανώσεων, γράφει ο Στέλιος Παπαπέτρου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Στέλιου Παπαπέτρου
[email protected]
Το ασφαλιστικό είναι ένα θέμα που μονίμως, εδώ και δεκαετίες, δημιουργεί έντονες πολώσεις μεταξύ των εκάστοτε κυβερνήσεων, των κομμάτων της αντιπολίτευσης, των συνδικάτων και των κοινωνικών οργανώσεων.
Το 1992 ο νόμος Σιούφα συνάντησε ισχυρότατες αντιστάσεις.
Το 2001 η «πρόταση Γιαννίτση» ήρθε αντιμέτωπη με την καθολική αντίδραση κομμάτων και συνδικάτων. Έμεινε στο ράφι.
Τούτες τις μέρες αρκετοί την επικαλούνται. Ανάμεσά τους και ορισμένοι οι οποίοι το 2001 ήταν πολέμιοι της πρότασης Γιαννίτση.
Τι κρίμα! Κάθε νοσταλγία για τις ευκαιρίες του παρελθόντος που δεν μετατράπηκαν σε πράξη μοιάζει σχεδόν σαν θρήνος μιας «χαμένης μεταρρύθμισης του ασφαλιστικού».
Ουσιαστικά χάσαμε ως χώρα τη δυνατότητα αλλαγής του ασφαλιστικού σε περίοδο οικονομικής ανάπτυξης και με ποσοστά ανεργίας κάτω του 9%.
Τον Μάιο του 2010, με την επιβολή του πρώτου μνημονίου και την έναρξη της διαδικασίας της εσωτερικής υποτίμησης, ψηφίστηκε ο ασφαλιστικός νόμος 3863/10 ο οποίος συνάντησε την καθολική αντίδραση των πάντων.
Από τότε ακολούθησαν τουλάχιστον άλλες δέκα παρεμβάσεις σε όλα τα επίπεδα του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης.
Σήμερα οι συγκρίσεις των δύο νομοθετικών παρεμβάσεων -του 2010 και του 2016- είναι σχεδόν αναπόφευκτες. Κάποιοι αναζητούν στο παρελθόν ό,τι δεν βρίσκουν στο παρόν.
Πάντα υπάρχει ένα ιστορικό όριο στις επιδιώξεις και στα πολιτικά προτάγματα των κυβερνήσεων. Σε κάθε συγκεκριμένη χρονική περίοδο υπάρχει και ένα συγκεκριμένο φάσμα προβλημάτων που είναι επιλύσιμα από τις πολιτικές ηγεσίες και από τις κοινωνίες.
Συνεπώς οι κυβερνήσεις μπορούν να θέσουν στην ημερήσια διάταξη μόνο τα προβλήματα εκείνα που μπορούν να επιλύσουν.
Αυτό ισχύει πολύ περισσότερο για την σημερινή κυβέρνηση, καθώς η επταετής οικονομική ύφεση, οι βίαιες δεσμεύσεις του μνημονίου, το εξαιρετικά ρευστό οικονομικό περιβάλλον και η εκτίναξη της ανεργίας σε πρωτόγνωρα μεγέθη διαμορφώνουν ήδη το πλαίσιο εντός του οποίου θα πρέπει να κινηθεί.
Ο ασφαλιστικός νόμος ψηφίστηκε. Αυτή ήταν η πρώτη και η πιο εύκολη πράξη της μεταρρύθμισης. Όμως, η υλοποίηση του νόμου δεν άρχισε ακόμη.
Θα χρειαστεί πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα, δεκάδες υπουργικές αποφάσεις και αντίστοιχες εγκυκλίους για να τεθεί σε πλήρη εφαρμογή.
Ο νέος νόμος αφορά και θίγει τους πάντες. Περιορίζει εισοδήματα συνταξιούχων, αυξάνει υπέρμετρα τις ασφαλιστικές εισφορές και ταυτόχρονα μειώνει τη συμμετοχή του κράτους στη συνταξιοδοτική δαπάνη.
Ουσιαστικά συνεχίζεται μια «εσωτερική αναδιανομή των πόρων» της συνταξιοδοτικής δαπάνης που υιοθετήθηκε με το 1ο και 2ο μνημόνιο.
Έτσι, καλούνται όσοι εργαζόμενοι έχουν περισσότερα χρόνια εργασίας και υψηλότερους μισθούς, ή αντίστοιχα όσοι συνταξιούχοι έχουν υψηλότερες συντάξεις, να καλύψουν τη δαπάνη για την ενίσχυση των πιο ευάλωτων κοινωνικών ομάδων.
Ένα μεγάλο μέρος της πολιτικής των συντάξεων ασκείται πλέον μέσω των μόνιμων μηχανισμών των περικοπών των συντάξεων.
Αυτή είναι η θεμελιώδης αντίφαση του νέου ασφαλιστικού νόμου.