Μερικές μεταλλάξεις στα γονίδια της καμηλοπάρδαλης φαίνεται πως κρύβονται πίσω από τον μακρύ λαιμό της, σύμφωνα με επιστήμονες οι οποίοι αποκωδικοποίησαν το DNA του ψηλότερου θηλαστικού στη Γη.
Μερικές μεταλλάξεις στα γονίδια της καμηλοπάρδαλης φαίνεται πως κρύβονται πίσω από τον μακρύ λαιμό της, σύμφωνα με επιστήμονες οι οποίοι αποκωδικοποίησαν το DNA του ψηλότερου θηλαστικού στη Γη.
Ερευνητές από τις ΗΠΑ, τη Βρετανία, την Κένυα και την Τανζανία, με επικεφαλής τον καθηγητή βιολογίας Ντάγκλας Κάβενερ του Πολιτειακού Πανεπιστημίου της Πενσιλβάνια, «διάβασαν» επίσης το γονιδίωμα του στενότερου συγγενούς της καμηλοπάρδαλης, του οκάπι, το οποίο μοιάζει με ζέβρα και συναντάται στο Κονγκό. Η γενετική ανάλυση έδειξε ότι η καμηλοπάρδαλη και το οκάπι διαχωρίστηκαν εξελικτικά πριν από περίπου 11,5 εκατομμύρια χρόνια.
Εκτός από το οκάπι, οι επιστήμονες συνέκριναν το DNA της καμηλοπάρδαλης με το DNA 40 άλλων θηλαστικών (ανθρώπου, προβάτων, αγελάδων, καμηλών, ποντικιών κ.α.), εντοπίζοντας περίπου 70 γονίδια τα οποία εμφανίζουν μοναδικές μεταλλάξεις στην καμηλοπάρδαλη, «χαρίζοντάς» της το επιβλητικό ύψος της.
Ο λαιμός της καμηλοπάρδαλης αποτελείται από επτά σπονδύλους, όσους και ο ανθρώπινος λαιμός, απλώς στην περίπτωσή της οι σπόνδυλοι είναι πιο επιμήκεις. Το κυριότερο γονίδιο το οποίο έχει υποστεί μετάλλαξη στην καμηλοπάρδαλη είναι το FGFRL1, που ρυθμίζει την ανάπτυξη του σκελετού, αλλά και του καρδιαγγειακού συστήματος, τόσο στους ανθρώπους, όσο και στα ποντίκια.
Οι καμηλοπαρδάλεις φθάνουν σε ύψος τα 5,5-6 μέτρα, ενώ συνηθίζουν να βαδίζουν αργά, αν και σε λίγες περιπτώσεις αναπτύσσουν ταχύτητα που μπορεί να πλησιάσει τα 60 χιλιόμετρα την ώρα. Τρέφονται με φύλλα και βλαστούς ψηλών δέντρων που είναι απρόσιτα στα άλλα ζώα και ζουν σε ομάδες των 12-15 ατόμων, κυρίως στην Κεντρική Αφρική.
Κατά την τελευταία 15ετία ο πληθυσμός τους έχει μειωθεί κατά 40% εξαιτίας των λαθροκυνηγών, ενώ με αυτόν τον ρυθμό, ο συνολικός αριθμός τους στον πλανήτη αναμένεται να πέσει κάτω από τις 10.000 έως το τέλος του αιώνα.
Η δημοσίευση της σχετικής έρευνας έγινε στο περιοδικό «Nature Communications».