Απόψεις
Πέμπτη, 12 Μαΐου 2016 07:00

«Μνημόνιο» διαρκείας

Η διαφαινόμενη ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι από μόνη της θετική εξέλιξη. Επαναφέρει την οικονομία σε συνθήκες ομαλότητας και απομακρύνει τον κίνδυνο ενός εθνικού ατυχήματος. Οι καλές ειδήσεις σταματούν εδώ. Για τρεις λόγους, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.

Από την έντυπη έκδοση

Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]

Η διαφαινόμενη ολοκλήρωση της αξιολόγησης είναι από μόνη της θετική εξέλιξη. Επαναφέρει την οικονομία σε συνθήκες ομαλότητας και απομακρύνει τον κίνδυνο ενός εθνικού ατυχήματος. Οι καλές ειδήσεις σταματούν εδώ. Για τρεις λόγους.

Πρώτον, για την κάλυψη του οικονομικού κενού που δημιούργησε η εκστρατεία «εθνικής αξιοπρέπειας» το 2015, η κυβέρνηση συμφώνησε με τους θεσμικούς πιστωτές, αντί για μεταρρυθμίσεις, την αχαλίνωτη αύξηση φόρων και εισφορών που προστίθενται στα ήδη σωρευμένα εισπρακτικά μέτρα των προηγούμενων ετών. Το συγκεκριμένο μίγμα των μέτρων θα επιφέρει νέο πλήγμα στην πραγματική οικονομία, οδηγώντας σε νέα απόκλιση των δημοσιονομικών στόχων. Εγχώριες και διεθνείς αναλύσεις συγκλίνουν στο σενάριο ενός νέου κύκλου αβεβαιότητας μέσα στο επόμενο έτος.

Δεύτερον, η αξίωση του κουαρτέτου για τη θεσμοθέτηση προληπτικών μέτρων, που ενισχύει τις προαναφερθείσες δυσοίωνες εκτιμήσεις για την προοπτική της οικονομίας, ικανοποιείται με τη θεαματική συναίνεση της ελληνικής πλευράς σε ένα αυτόματο «μνημόνιο» διαρκείας. Όσο θα διαρκεί η αποπληρωμή του χρέους, δηλαδή για τα επόμενα 40 χρόνια, όποτε το ελληνικό κράτος δεν θα προσεγγίζει τους δημοσιονομικούς στόχους, θα ενεργοποιείται απευθείας η περικοπή δαπανών στο ύψος που απαιτείται για την κάλυψη της απόστασης. Σημειωτέον, σχεδόν το 80% των κρατικών δαπανών αντιστοιχεί σε μισθούς και συντάξεις, που δεν εξαιρούνται από τις περικοπές. Η εγκαθίδρυση του περιβόητου πλέον «κόφτη», στα πρότυπα μηχανισμών που υπάρχουν και σε άλλες χώρες, όπως η Γερμανία, είναι θεμιτή και δίκαιη. Θεμιτή διότι διασφαλίζει τη δημοσιονομική σύνεση, αποτρέποντας κρίσεις όπως αυτή που εκδηλώθηκε το 2009. Δίκαιη διότι τον εκτροχιασμό των οικονομικών του κράτους θα «πληρώνει» το κράτος με περικοπή δαπανών και όχι ο φορολογούμενος με φόρους. Ωστόσο, σύμφωνα με τις πρώτες ενδείξεις, εν προκειμένω θα είναι δυνατή η αντικατάσταση της εκάστοτε περικοπής δαπάνης από φόρους και εισφορές, με πρόβλεψη στον επόμενο προϋπολογισμό.

Τρίτον, η ελληνική κυβέρνηση συμφώνησε όλα αυτά για να πετύχει μια κατώτερη των προσδοκιών εν δυνάμει διευθέτηση του χρέους, που δεν θα εξεταστεί πριν από το 2018. Η ρύθμιση αποκλείει ρητά τη μείωση στην ονομαστική αξία, συνδέεται αυστηρά με την τήρηση των όρων του προγράμματος και αφορά κυρίως την ετήσια αναχρηματοδότηση των χρεολυσίων μέσω απλής επέκτασης της περιόδου αποπληρωμής, χωρίς να διασφαλίζει τη μετατροπή του κυμαινόμενου επιτοκίου σε σταθερό. Ούτως ή άλλως, ακόμη και υπουργοί της κυβέρνησης έχουν αναγνωρίσει ότι το ελληνικό χρέος είναι βιώσιμο έως το 2022, εν μέσω πληθώρας αναλύσεων που τεκμηριώνουν ότι η απουσία των παραγωγικών επενδύσεων στην Ελλάδα δεν συσχετίζεται με το ύψος του κρατικού χρέους.

Οι πολιτικές δυνάμεις που ανήλθαν στη διακυβέρνηση υποσχόμενες την «κατάργηση με έναν νόμο και σε ένα άρθρο όλων των μέτρων λιτότητας που εξαθλιώνουν την κοινωνία και γεννούν ακόμη μεγαλύτερη ύφεση» επέκτειναν με εντυπωσιακή ταχύτητα τις αντιαναπτυξιακές πολιτικές και πέτυχαν την ισόβια στενή εποπτεία της εθνικής οικονομικής πολιτικής χωρίς τη δυνατότητα διαπραγμάτευσης.