Η επιλογή είναι σαφής. Θα γίνει ό,τι χρειάζεται προκειμένου να διατηρηθεί μέχρι τελικής πτώσης το μοντέλο που οδήγησε τη χώρα στον γκρεμό. Με ποιον τρόπο; Με φόρους. Μόνο έτσι μπορούν για λίγο ακόμη να συντηρηθούν κάθε λογής δαπάνες και στρεβλώσεις, χωρίς να παράγεται το ΑΕΠ που θα καθιστά βιώσιμη αυτήν τη σχέση. Τα μέτρα της κυβέρνησης υπονομεύουν κάθε προοπτική ανάπτυξης. Ο τοίχος ακριβώς μπροστά. Η αντίστροφη μέτρηση ήδη σε εξέλιξη, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η επιλογή είναι σαφής. Θα γίνει ό,τι χρειάζεται προκειμένου να διατηρηθεί μέχρι τελικής πτώσης το μοντέλο που οδήγησε τη χώρα στον γκρεμό. Με ποιον τρόπο; Με φόρους. Μόνο έτσι μπορούν για λίγο ακόμη να συντηρηθούν κάθε λογής δαπάνες και στρεβλώσεις, χωρίς να παράγεται το ΑΕΠ που θα καθιστά βιώσιμη αυτήν τη σχέση. Τα μέτρα της κυβέρνησης υπονομεύουν κάθε προοπτική ανάπτυξης. Ο τοίχος ακριβώς μπροστά. Η αντίστροφη μέτρηση ήδη σε εξέλιξη.
Η μοναδική προοπτική για την ανάκαμψη της οικονομίας είναι η αύξηση της παραγωγής. Αυτό σήμερα δεν μπορεί να γίνει ούτε με γενναιόδωρες επιδοτήσεις ούτε με δάνεια, παρά μόνο με επενδύσεις για την αύξηση της επιχειρηματικής δραστηριότητας, που θα δημιουργήσει θέσεις εργασίας. Οι αλλεπάλληλες αυξήσεις φόρων και εισφορών υπονομεύουν την εκπλήρωση του στόχου, σε μια χώρα που ήδη σηκώνει «μαντίλι» στις μετανάστριες επιχειρήσεις της. Επτά εταιρείες την ημέρα εγκαινιάζουν την έδρα τους μόνο στη Βουλγαρία. Τα καλύτερα στελέχη μετακομίζουν στο Λονδίνο. Οι πολυεθνικές στο Λουξεμβούργο («Ν», 21-05-16).
Η κυβέρνηση έχει την κυριότητα ενός αντιαναπτυξιακού φορολογικού και ασφαλιστικού νόμου. Αντί να μειώνει τα εμπόδια για να προσελκύσει επενδύσεις και εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, κάνει ό,τι είναι δυνατό για να συρρικνώσει την οικονομική δραστηριότητα. Αντί να προσφέρει κίνητρα στις επιχειρήσεις και τους αυτοαπασχολούμενους για να συνεισφέρουν στα κρατικά ταμεία, τους ωθεί στην παραοικονομία. Η πολιτική αυτή είναι και κοινωνικά άδικη, καθώς τιμωρεί τους συνεπείς φορολογούμενους και δικαιώνει, δηλαδή αυξάνει, όσους δεν πληρώνουν.
Οι νέοι σκληροί δημοσιονομικοί στόχοι του προγράμματος, πόσο μάλλον οι φόροι ως απάντηση, δεν ήταν αναπόφευκτοι. Η χώρα καταβάλλει το τίμημα μιας ανερμάτιστης πολιτικής διαχείρισης της κρίσης και παλινωδιών που κατέστησαν την εμπιστοσύνη άγνωστο όρο στο λεξιλόγιο των θεσμών, όταν έχουν να κάνουν με την Ελλάδα. Να που εξαργυρώνονται οι λεονταρισμοί του 2015 και η χρονοτριβή του 2016.
Όλες οι χώρες της Ευρωζώνης που ήρθαν αντιμέτωπες με τη δική τους κρίση, σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό, παράλληλα με την επώδυνη πλην αναγκαία δημοσιονομική προσαρμογή κινήθηκαν αμέσως και με ταχύτητα για την αναδιάταξη των εργαλείων που παράγουν πλούτο. Για να το πετύχουν αντιλήφθηκαν εγκαίρως ότι όφειλαν να σταθεροποιήσουν το περιβάλλον και να απομακρύνουν τα διεθνή φώτα της κακής δημοσιότητας. Εργάστηκαν δε μέσα σε ένα στοιχειώδες κλίμα εσωτερικής συναίνεσης.
Η Ελλάδα, στον αντίποδα, έπειτα από 6 χρόνια επικίνδυνης αστάθειας, επιμένει να πυροβολεί τα πόδια της, καταπνίγοντας το όποιο υγιές δείγμα παραγωγής και εργασίας μένει και παλεύει στη χώρα. Σε ιδιωτικές συζητήσεις Ευρωπαίοι αξιωματούχοι ομολογούν πως «στην Ελλάδα είναι πιο εύκολο να περάσεις φόρους παρά να μειώσεις δαπάνες». Αυτό είναι το πιο ρεαλιστικό με βάση τις προτεραιότητες του πολιτικού - πελατειακού συστήματος. Για διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις; Ούτε λόγος. Η χώρα θα πληρώνει πλέον το τίμημα της επιλογής να μην αλλάξει.