Την έντονη αντίδραση της κυπριακής Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προκάλεσαν δηλώσεις του Νότη Σφακιανάκη σε εκπομπή του ΡΙΚ, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν «κατάφωρα ρατσιστικές και μισαλλόδοξες για τους μετανάστες».
Την έντονη αντίδραση της κυπριακής Επιτροπής Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας προκάλεσαν δηλώσεις του Νότη Σφακιανάκη σε εκπομπή του ΡΙΚ, οι οποίες χαρακτηρίστηκαν «κατάφωρα ρατσιστικές και μισαλλόδοξες για τους μετανάστες».
Στην εν λόγω εκπομπή, που προβλήθηκε τον Μάρτιο, ο τραγουδιστής χαρακτήρισε τους πρόσφυγες λαθρομετανάστες και ριψάσπιδες και υποστήριξε ότι «έρχονται με πορτοφόλια γεμάτα με 500ρικα» καθώς και ότι «βιάζουν την πατρίδα μας».
«Εδώ πέρα το κόλπο είναι στημένο, και ήρθαν ορδές ανθρώπων που βιάζουν την πατρίδα μας. Δεν είναι πρόσφυγες, είναι ριψάσπιδες. Δεν τους επετέθη καμία άλλη χώρα, ένας ξένος λαός. Έφυγαν από την πατρίδα τους που έχει εμφύλιο πόλεμο. Και μην ξεχνάς ότι αυτοί οι άνθρωποι έρχονται με πορτοφόλια γεμάτα με 500ρικα», είπε μεταξύ άλλων.
Αφορμή για τις επίμαχες δηλώσεις στάθηκε αναφορά του παρουσιαστή στο γεγονός ότι η Δέσποινα Βανδή αποχώρησε από το σχήμα του Νότη Σφακιανάκη, λόγω ρατσιστικών δηλώσεών του για τους μετανάστες.
Η Επιτροπή εξέτασε παράπονα, που υποβλήθηκαν από τη συντεχνία ΣΗΔΗΚΕΚ (ΠΕΟ), την Κίνηση για Ισότητα, Στήριξη, Αντιρατσισμό (ΚΙΣΑ) και τον Κοινοβουλευτικό Εκπρόσωπο του ΑΚΕΛ-Αριστερά-Νέες Δυνάμεις Γιάννο Λαμάρη.
Ευθύνες στο ΡΙΚ
Αποφάσισε ότι η ευθύνη του ΡΙΚ για την παραχώρηση της ευκαιρίας στον κ. Σφακιανάκη να διακηρύξει τις ρατσιστικές και μισαλλόδοξες απόψεις του «μεγιστοποιείται από το γεγονός ότι είχε τη δυνατότητα να μην προβάλει τη ρητορική μίσους».
Σε σχετική ανακοίνωση αναφέρεται ότι η «ρητορική μίσους, ήταν αντίθετη όχι μόνο προς τη δημοσιογραφική δεοντολογία, αλλά και ενάντια στον εναρμονιστικό νόμο περί Καταπολέμησης του Ρατσισμού, που προνοεί φυλάκιση πέντε ετών και πρόστιμο 10 χιλιάδων για όσους μεταδίδουν ρατσιστικά μηνύματα…».
Το ΡΙΚ, συμπληρώνεται, επικαλέστηκε ως δικαιολογία για την προβολή της ρατσιστικής ρητορικής «το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης και της διακίνησής των ιδεών και της προβολής όλων των απόψεων».
Η Επιτροπή σημειώνει, ωστόσο, πως το δικαίωμα της ελευθερίας έκφρασης «δεν είναι απεριόριστο, αλλά υπόκειται στους περιορισμούς του σεβασμού των δικαιωμάτων των άλλων, της τήρησης της νομιμότητας και της δημοσιογραφικής δεοντολογίας».
«Οι θέσεις του ΡΙΚ περί μετάδοσης των πάντων «ώστε να αφήνεται στην κρίση των τηλεθεατών και της κοινωνίας, "μιας κοινωνίας που είναι ικανή να απορρίψει ιδέες και απόψεις τις οποίες δεν ασπάζεται και δεν υιοθετεί" είναι και ανεδαφικές και επικίνδυνες για την κοινωνία», πρόσθετει.
Αναφέρει, επίσης, ότι «η αντίληψη που εκφράζεται περί της κοινωνίας ως ενός συνόλου ανθρώπων απόλυτα λογικών και ικανών να ξεχωρίσουν το καλό από το κακό είναι απλοϊκή και εκτός πραγματικότητας και θα πρέπει αυτό να το έχει υπόψη ένας ραδιοτηλεοπτικός σταθμός, και δη δημόσιος».
Η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας υποδεικνύει ότι τα ΜΜΕ, και ιδιαίτερα το ΡΙΚ, ως δημόσια ραδιοτηλεόραση, έχουν καθήκον να προστατεύουν ομάδες που είναι ευάλωτες ή επιρρεπείς στην προπαγάνδα μίσους και αναφέρει ότι «το παράδειγμα της Χιτλερικής προπαγάνδας περί Αρίας φυλής μετέτρεψε τη γερμανική κοινωνία σε μια μηχανή θανάτου εκατομμυρίων».
Θεωρεί, επίσης, ότι το φόρτωμα της ευθύνης στην κοινωνία να δεχθεί ή να απορρίψει ιδέες και απόψεις που δεν συμμερίζεται «συνιστά προσπάθεια του ΡΙΚ να απεκδυθεί των δικών του ευθυνών έναντι του συνόλου της κοινωνίας».
Ωστόσο, η Επιτροπή Δημοσιογραφικής Δεοντολογίας, κάνει εύφημη μνεία του γεγονότος ότι ο τηλεπαρουσιαστής «τουλάχιστον προσπάθησε να σταματήσει, πλην ανεπιτυχώς, τη ρατσιστική ρητορική του φιλοξενούμενού του» .Επισημαίνει ότι οι τηλεπαρουσιαστές οφείλουν σε κάθε περίπτωση «να διαχωρίζουν με σθένος και αποφασιστικότητα τη θέση τους από ανάλογες τοποθετήσεις».
Το ΡΙΚ, ανταποκρινόμενο στην παράκληση της Επιτροπής να παραθέσει τις απόψεις του, ανέφερε ότι «απορρίπτει κατηγορηματικά και εκφράζει την έντονη ένσταση του στις καταγγελίες.