Απόψεις
Τετάρτη, 04 Μαΐου 2016 14:00

Πριν άκουγε, τώρα μιλάει

Τα έχει βάλει κατά καιρούς με τη δημοσιονομική πολιτική των Βρυξελλών, ζητώντας περιθώρια για υψηλότερα ελλείμματα, με αντάλλαγμα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, ενώ έχει επικρίνει τη γαλλο-γερμανική κυριαρχία στο σύστημα λήψης αποφάσεων της Ε.Ε., ειδικά στο θέμα της προσφυγικής κρίσης, γράφει η Έφη Τριήρη.

Από την έντυπη έκδοση

Της Εφης Τριήρη
[email protected] 

Τα έχει βάλει κατά καιρούς με τη δημοσιονομική πολιτική των Βρυξελλών, ζητώντας περιθώρια για υψηλότερα ελλείμματα, με αντάλλαγμα διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και επενδύσεις, ενώ έχει επικρίνει τη γαλλο-γερμανική κυριαρχία στο σύστημα λήψης αποφάσεων της Ε.Ε., ειδικά στο θέμα της προσφυγικής κρίσης.

Έχει χαρακτηρίσει -και όχι αδίκως- τους θεσμούς της Ε.Ε. υπερβολικά γραφειοκρατικούς, στους οποίους κυριαρχούν μία ελίτ και κάποια ευνοούμενα κράτη, ειδικά η Γερμανία. Είχε έρθει σε ανοικτή αντιπαράθεση με τη Γερμανίδα καγκελάριο Άγκελα Μέρκελ για την άρνησή της να συναινέσει στην κοινή εγγύηση των καταθέσεων στην Ευρωζώνη, κατηγορώντας τη για «δύο μέτρα και δύο σταθμά». Ο Ιταλός πρωθυπουργός Ματέο Ρέντσι άκουγε προσεκτικά, όπως είπε ο ίδιος, τα δύο πρώτα χρόνια του στην εξουσία, μετά όμως αποφάσισε ότι ήρθε η ώρα να μιλήσει... Και έκανε την πιο σφοδρή μέχρι σήμερα επίθεση κατά της Γερμανίας, λέγοντας κατηγορηματικά ότι «η περίοδος κατά την οποία μας έδιδε μαθήματα τελείωσε».

«Εάν ήμουν ο διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Γερμανίας θα ανησυχούσα για τις γερμανικές τράπεζες. Ο Γερμανός διοικητής διέθεσε 247 δισ. ευρώ και εύχομαι να είναι αρκετά για τις τράπεζές τους. Ο διοικητής έχει τόσα προβλήματα με τα οποία πρέπει να ασχοληθεί. Όσο λιγότερο ασχολείται με την Ιταλία, τόσο καλύτερα» δήλωσε πρόσφατα. Παρότι οι ιταλικές τράπεζες επιβαρύνονται αυτή τη στιγμή με «κόκκινα» δάνεια ύψους 360 δισ. ευρώ, ο διεθνής Τύπος είχε χαρακτηρίσει πρόσφατα την Deutsche Bank ως την «επιτομή» των προβλημάτων που αντιμετωπίζουν οι ευρωπαϊκές τράπεζες, αναφέροντας ότι η αδύναμη κερδοφορία της θα χρειαστεί χρόνια για να αυξηθεί. Πέραν των αντικειμενικών δυσκολιών, ο κ. Ρέντσι ξέρει πολύ καλά αυτό το «παιχνίδι» της αντιπαράθεσης, το οποίο και τον βοηθά να ξεπερνά τις πολιτικές προκλήσεις στο εσωτερικό της χώρας του. Είναι όμως και επικίνδυνο... Πόσο μακριά μπορεί να φτάσει αυτή η αντιπαράθεση και πώς μπορεί να εξελιχθεί; Μέχρι στιγμής, δεν έχει καταφέρει να πείσει, να παρασύρει ή να συνασπίσει τον Νότο, όμως είναι μία φωνή που ακούγεται σε ένα περιβάλλον φόβου και αποκλεισμού... ακόμη και εάν θυσιάζεται στον «βωμό» εθνικών συμφερόντων.