Η κυβέρνηση οδηγεί εκ νέου σε οριακό σημείο τις διαβουλεύσεις με τους θεσμούς που καθορίζουν την εκταμίευση των πιστώσεων, γράφει ο Βασίλης Κωστούλας.
Από την έντυπη έκδοση
Του Βασίλη Κωστούλα
[email protected]
Η κυβέρνηση οδηγεί εκ νέου σε οριακό σημείο τις διαβουλεύσεις με τους θεσμούς που καθορίζουν την εκταμίευση των πιστώσεων. Τι εξυπηρετεί η αργοπορία σε μια χώρα που για δεύτερη φορά συγκεντρώνει στην κεντρική τράπεζα τα αποθεματικά της; Τρία είναι τα σενάρια.
Πρώτον, η κυβέρνηση πιστεύει πραγματικά ότι, εξαντλώντας τα χρονικά περιθώρια της αξιολόγησης επί των δεσμεύσεων που ανέλαβε τον περασμένο Αύγουστο, διατηρεί τις πιθανότητες να αποφύγει μέρος των μέτρων που απαιτούνται για την κάλυψη των δημοσιονομικών κενών. Εδώ γεννώνται εύλογα ερωτήματα για το επίπεδο αντίληψης των δύο κυβερνώντων κομμάτων, που υιοθέτησαν μια αντίστοιχη στρατηγική με ταπεινωτικά αποτελέσματα πριν από έναν χρόνο. Το σενάριο αυτό συνοδεύεται πλέον από το επιπρόσθετο στοιχείο της διενέργειας δημοψηφίσματος, στις 23 Ιουνίου, για την παραμονή της Βρετανίας στην Ε.Ε. Ειδικότερα, εκφράζεται η άποψη ότι στο ενδεχόμενο ενός Brexit η Ε.Ε. δεν θα ανοίξει ακόμη ένα μέτωπο και τελικώς θα προβεί σε παραχωρήσεις προς την Ελλάδα. Θα πρόκειται για μια νέα ζαριά της κυβέρνησης. Είναι άλλωστε ιδιαίτερα αμφίβολο αν η χώρα θα αντέξει ακόμη δύο μήνες χωρίς ρευστότητα.
Δεύτερον, το Μαξίμου καθυστερεί όσο μπορεί τη συμφωνία επί των εφαρμοστικών μέτρων για να περάσει στο εσωτερικό την εικόνα μιας κυβέρνησης που διαπραγματεύεται μέχρι τελικής πτώσης, διαφοροποιούμενη από τις προηγούμενες, που συναίνεσαν ευκολότερα στους όρους των εταίρων και πιστωτών. Αποδέκτες του μηνύματος αποτελούν η ελληνική κοινή γνώμη αλλά και οι κοινοβουλευτικές ομάδες των κυβερνώντων κομμάτων, που θα πρέπει να εγκρίνουν τόσο τα αρχικώς συμφωνημένα όσο και τα επιπλέον μέτρα, δημιούργημα της κωλυσιεργίας στην αξιολόγηση και της συνεχιζόμενης έλλειψης εμπιστοσύνης από τους θεσμούς. Η εκδοχή αυτή, που ενέχει και την προοπτική εκλογών εφόσον δεν βγαίνουν τα «κουκιά» στη Βουλή, υποτιμά, αν δεν περιφρονεί, τις συνέπειες στην πραγματική οικονομία και τις ζωές των Ελλήνων πολιτών από την καθυστέρηση της αξιολόγησης και την αδυναμία εμπέδωσης ενός κλίματος ομαλότητας στη χώρα.
Τρίτον, η κυβέρνηση οδηγεί τα πράγματα στα άκρα, καλλιεργώντας αδιέξοδο με την Ευρωζώνη, ώστε να ενορχηστρώσει ένα νέο δημοψήφισμα, αυτή τη φορά ως προθάλαμο μιας τολμηρής επιστροφής στο εθνικό νόμισμα, υπό τη συνοδεία ευρωπαϊκής ανθρωπιστικής βοήθειας στα πρότυπα της πρότασης Σόιμπλε. Είναι κάτι που πάντως δεν επιβεβαιώνεται από τις επιλογές του πρωθυπουργού όταν βρέθηκε μπροστά σε ανάλογες εισηγήσεις τις δραματικές ώρες του 2015. Εκτός και αν τότε κρίθηκε πως ήταν ακόμη νωρίς.
Το βέβαιο είναι ότι η κυβέρνηση «της τελευταίας στιγμής» δείχνει να μη διδάχτηκε από την εμπειρία του προηγούμενου έτους, οπότε και έφερε τη χώρα σε δεινή θέση, χωρίς αληθινές επιλογές, μεγεθύνοντας τη ζημιά στην οικονομία, τελικώς για να υπογράψει μια συμφωνία που θα μπορούσε να είχε επιτύχει από την πρώτη στιγμή, διασφαλίζοντας ευνοϊκότερες συνθήκες αφενός για τη χώρα και αφετέρου για την πολιτική της επιβίωση.