Πολιτιστικά
Τρίτη, 26 Απριλίου 2016 19:15

Τουρκία: Στο φως εντυπωσιακό μωσαϊκό με ελληνικές ρίζες

Αρχαίο μωσαϊκό με έναν «χαρούμενο» σκελετό που κρατά στο χέρι του μία κούπα κρασί, ανακάλυψαν στην Αντιόχεια Τούρκοι αρχαιολόγοι.

Αρχαίο μωσαϊκό με έναν «χαρούμενο» σκελετό που κρατά στο χέρι του μία κούπα κρασί, ανακάλυψαν στην Αντιόχεια Τούρκοι αρχαιολόγοι.

Στο 2.400 ετών μωσαϊκό υπάρχει η ελληνική λέξη «ευφρόσυνος», αυτός που χαίρεται τη ζωή, που προξενεί μεγάλη χαρά ή ψυχική απόλαυση, ενώ  η εφημερίδα Hurriyet αναφέρει ότι θυμίζει αρκετά τα διαδικτυακά memes (τις φωτογραφίες που συνοδεύονται από μία χιουμοριστική λεζάντα). Το πρακτορείο ειδήσεων Anadolu ανακοίνωσε ότι η ανακάλυψη έγινε κατά τη διάρκεια ανασκαφών στην επαρχία Hatay, κοντά στα σύνορα με τη Συρία.

Το μωσαϊκό χρονολογείται από τον 3ο αιώνα π.Χ. και πιστεύεται ότι κοσμούσε την «τραπεζαρία» σπιτιού. Ένας αμφορέας και ψωμί βρίσκονται στο πλάι του σκελετού.

«Εντοπίστηκαν τρεις σκηνές γυάλινου μωσαϊκού, κατασκευασμένου από μαύρα πλακάκια. Δύο πράγματα είναι πολύ σημαντικά για την ελίτ της ρωμαϊκής περιόδου όσον αφορά στις κοινωνικές δραστηριότητες. Το πρώτο είναι το μπάνιο και το δεύτερο το δείπνο» αναφέρει η αρχαιολόγος Demet Kara από το αρχαιολογικό Μουσείο του Hatay, μιλώντας στην τουρκική εφημερίδα Hurriyet.

«Στην πρώτη σκηνή, ένας σκλάβος ανάβει φωτιά. Αυτό συμβολίζει το μπάνιο. Στην μεσαία σκηνή εμφανίζεται ένας νεαρός άνδρας να τρέχει προς ένα ηλιακό ρολόι ενώ πίσω του τρέχει ένας καραφλός μπάτλερ. Το ρολόι δείχνει ανάμεσα στις 9 μ.μ. και 10 μ.μ. Κατά τη ρωμαϊκή περίοδο, στις 9 το βράδυ ήταν η ώρα για μπάνιο. Στην τελευταία σκηνή, υπάρχει ο σκελετός με μια κούπα κρασί στο χέρι, ψωμί και μια κανάτα κρασί. Από πάνω γράφει, «να είσαι χαρούμενος και να ζεις τη ζωή σου» ανέφερε η αρχαιολόγος, μιλώντας στην τουρκική εφημερίδα.

Η Αντιόχεια υπήρξε το λίκνο του ελληνικού πολιτισμού στην περιοχή της Μέσης Ανατολής, μια πόλη που αποτέλεσε το σταυροδρόμι των μεγάλων φιλοσοφικών ρευμάτων, με μεγάλη ανάπτυξη των γραμμάτων και των επιστημών.

Ιδρύθηκε στα τέλη του 4ου αιώνα π.Χ. από τον Σέλευκο Α΄ τον Νικατόρα, στρατηγό του Μεγάλου Αλεξάνδρου, και πήρε το όνομά της από τον πατέρα του Αντίοχο.