Μελέτη η οποία ανέλυσε τα δεδομένα από έρευνες οι οποίες έγιναν από το 1964 μέχρι και το 2014 διαπίστωσε την ανάγκη καθιέρωσης νέων κατευθυντήριων οδηγιών για την αντιμετώπιση της ακμής.
Μελέτη η οποία ανέλυσε τα δεδομένα από έρευνες οι οποίες έγιναν από το 1964 μέχρι και το 2014 διαπίστωσε την ανάγκη καθιέρωσης νέων κατευθυντήριων οδηγιών για την αντιμετώπιση της ακμής.
Σύμφωνα με τους ερευνητές για τη θεραπεία είναι απαραίτητος ο συνδυασμός δύο ή περισσότερων θεραπειών, άλλες από τις οποίες θα είναι φάρμακα που θα λαμβάνονται από το στόμα και άλλες τοπικές. Ως εκ τούτου εκδόθηκαν νέες κατευθυντήριες οδηγίες από την Αμερικανική Ακαδημία Δερματολογίας (American Academy of Dermatology - AAD), οι οποίες δημοσιεύθηκαν στο επιστημονικό έντυπο «Journal of the American Academy of Dermatology» και τις υπογράφει ομάδα 20 γιατρών που εξέτασε τις 242 έρευνες της περιόδου 1964-2014.
Αναφερόμενος στο θέμα αυτό ο Δερματολόγος – Αφροδισιολόγος κ. Μάρκος Μιχελάκης, ο οποίος είναι εξειδικευμένος στην αισθητική δερματολογία και δερματοχειρουργική, επισημαίνει ότι η ακμή είναι μία πολύ συχνή δερματοπάθεια ειδικά στους εφήβους και τους νεαρούς ενήλικες.
Όπως λέει, περίπου 85% των εφήβων εμφανίζουν ακμή και συνήθως υποχωρεί στα πρώτα χρόνια της ενηλικίωσης. Υπάρχει όμως και ένα ποσοστό 12% των ενήλικων κυρίως γυναικών οι οποίες έχουν ακμή είτε ως συνέχεια της εφηβικής είτε επειδή την εμφάνισαν σε μεγάλη ηλικία, ακόμα και μετά την ηλικία των 30 ετών.
Παρόλο που η ακμή δεν είναι απειλητική για τη ζωή, οι κλινικές εκδηλώσεις της μπορεί να είναι σοβαρές και να οδηγήσουν σε άγχος και κατάθλιψη, καθώς και σε μόνιμες ουλές στο δέρμα, συμπληρώνει.
Όπως τόνισε ο κ. Μιχελάκης, οι νέες κατευθυντήριες οδηγίες περιλαμβάνουν σκευάσματα για τοπική χρήση (επάλειψη στο δέρμα), αντιβιοτικά από το στόμα, ρετινοειδή (ισοτρετινοΐνη) και αντισυλληπτικά από το στόμα, που χορηγούνται σε διάφορους συνδυασμούς ανάλογα με την μορφή της ακμής.
Όπως αναφέρουν οι οδηγίες, όταν χορηγούνται αντιβιοτικά για τη θεραπεία της μέτριας έως σοβαρής ακμής, πρέπει να συνοδεύονται απαραίτητα από μια τοπική θεραπεία και μόλις ολοκληρωθεί η αντιβιοτική αγωγή, ο ασθενής πρέπει να συνεχίσει την τοπική θεραπεία για να διατηρεί υπό έλεγχο την πάθησή του, για όσο διάστημα κρίνει ο θεράπων ιατρός.
Επιπλέον, μπορεί να χορηγηθεί και συνδυασμός τοπικών φαρμάκων, όπως τα ρετινοειδή και το υπεροξείδιο του βενζολίου, με στόχο να δημιουργηθεί ένα αποτελεσματικό θεραπευτικό σχήμα. Όσον αφορά τις γυναίκες που έχουν διαταραχές του έμμηνου κύκλου όπως είναι οι πολυκυστικές ωοθήκες, αφού προηγηθεί ο κατάλληλος έλεγχος, μπορούν να τους χορηγηθούν αντισυλληπτικά πιθανότατα σε συνδυασμό με άλλες θεραπείες της ακμής.
Αναφορικά με την σοβαρή ή την μέτριας βαρύτητας ακμή κατά την οποία ο ασθενής δεν ανταποκρίνεται σε άλλες θεραπείες, οι οδηγίες συνιστούν ισοτρετινοΐνη με λήψη από το στόμα. Όμως, όπως επισημαίνει ο κ. Μιχελάκης το συγκεκριμένο φάρμακο μπορεί να προκαλέσει γενετικές ανωμαλίες σε περίπτωση που η γυναίκα μείνει έγκυος και έτσι οι γυναίκες πρέπει να λαμβάνουν κατάλληλα μέτρα για να αποφευχθεί μι απιθανή εγκυμοσύνη.
Ο Δρ. Μιχελάκης σημειώνει ότι στην περίπτωση αυτή πρέπει να προηγείται αναλυτικός αιματολογικός έλεγχος, ο οποίος θα επαναλαμβάνεται στη διάρκεια της θεραπείας.
Σε ό,τι αφορά τις θεραπείες που γίνονται στο ιατρείο, όπως τα λέιζερ και τα χημικά πίλινγκ, οι οδηγίες λένε ότι ναι μεν υπάρχουν ενδείξεις που δείχνουν ότι είναι αποτελεσματικά, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι μπορούν να χρησιμοποιούνται ως θεραπεία ρουτίνας. Γι’ αυτό δεν μπορούν να αποτελέσουν εναλλακτική λύση, αλλά να συμπληρώνουν το βασικό θεραπευτικό σχήμα. Όσον αφορά τα στοιχεία για βοτανοθεραπείες, όπως το έλαιο τεϊόδενδρου, οι νέες οδηγίες λένε πως είναι ανεπαρκή.
Στις νέες οδηγίες γίνεται ειδική αναφορά στο θέμα της διατροφής των ασθενών. Οι επιστήμονες παραθέτουν διατροφικά στοιχεία τα οποία πιθανότατα όπως λένε συνδέονται με την ακμή, όπως είναι τα γαλακτοκομικά (κυρίως το άπαχο γάλα) και τα τρόφιμα υψηλού γλυκαιμικού δείκτη, όπως είναι η ζάχαρη και υδατάνθρακες όπως το ψωμί, τα ζυμαρικά, οι πατάτες, τα γλυκά κ.α.. Επισημαίνουν ωστόσο ότι δεν υπάρχουν αρκετά στοιχεία ώστε να γίνουν διατροφικές συστάσεις προς τους ασθενείς.