Το τέλος της επετειακής προβολής της ταινίας «Taxi Driver», η οποία πραγματοποιήθηκε στο Tribeca Film Festival, βρήκε όλους όσοι υπήρξαν υπεύθυνοι για το αριστούργημα του Martin Scorsese να συζητάνε, παρουσιάζοντας από τη δική τους οπτική τον τρόπο με τον οποίο η ταινία έγινε διαχρονική.
Το τέλος της επετειακής προβολής της ταινίας «Taxi Driver», η οποία πραγματοποιήθηκε στο Tribeca Film Festival, βρήκε όλους όσοι υπήρξαν υπεύθυνοι για το αριστούργημα του Martin Scorsese να συζητάνε, παρουσιάζοντας από τη δική τους οπτική τον τρόπο με τον οποίο η ταινία έγινε διαχρονική.
Οι Robert De Niro, Jodie Foster, Cybill Shepherd και Harvey Keitel, μαζί με τον σκηνοθέτη Martin Scorsese, τον σεναριογράφο Paul Schrader και τον παραγωγό Michael Philips, ανέβηκαν στη σκηνή, 40 χρόνια μετά την πρώτη προβολή της θρυλικής ταινίας, για μια συζήτηση την οποία απήλαυσε το κοινό που είχε μαζευτεί στο Beacon Theater του Μανχάταν.
«Ήταν μια ταινία που πίστευα πως δεν θα δει κανείς. Ήταν μια ταινία που έγινε με το πάθος της κατάστασης που βρισκόμασταν εκείνη τη στιγμή. Μπορείς να γευτείς την υγρασία, την αίσθηση της οργής και της ανισορροπίας που έβγαινε από τους ίδιους τους δρόμους. Η Νέα Υόρκη ήταν πανέμορφη εκείνη την εποχή. Αν και όλοι μου έλεγαν ότι πέθαινε...», ανέφερε, μεταξύ άλλων, ο Scorsese.
«Το σενάριο ξεκίνησε ως μια αυτοθεραπεία. Υπήρχε ένας άνθρωπος που φοβόμουν ότι θα γίνω. Και αυτός ήταν ο ταξιτζής. Πίστευα πως γράφοντας γι’ αυτόν θα τον απομάκρυνα από κοντά μου. Και δούλεψε...», είπε ο Paul Schrader.
«Κάθε μέρα, κάθε μέρα, εδώ και σαράντα χρόνια, τουλάχιστον ένας από εσάς έχει έρθει και μου έχει πει: “Are you talkin’ to me?”. Ορίστε, προσπαθήστε τώρα να μην γελάσετε όταν θα το ακούσετε στην ταινία», είπε ο Robert De Niro προλογίζοντας την επετειακή προβολή.
Ο De Niro έγραψε ιστορία στον ρόλο ενός βετεράνου του Βιετνάμ, που - αποκομμένος από την κοινωνία - οδηγεί ταξί τις νύχτες, στη Νέα Υόρκη. Αντικείμενο των φαντασιώσεών του είναι η ανήλικη Jodie Foster, η οποία υποδύεται μία πόρνη που κακοποιείται από τον προστάτη της. Το 1976, η ταινία ήταν υποψήφια για Όσκαρ Καλύτερης Ταινίας, Μουσικής, Α΄ Ανδρικού και Β΄ Γυναικείου Ρόλου και απέσπασε τον Χρυσό Φοίνικα στις Κάννες. Η Foster κέρδισε βραβείο Bafta της Βρετανικής Ακαδημίας Κινηματογράφου, ενώ ο συνθέτης Bernard Herrmann πήρε και βραβείο Grammy.
Η Foster ήταν δεκατριών χρονών όταν γυρίστηκε η ταινία και φοβόταν πως οι φίλοι της θα την κορόιδευαν για τα «καυτά» της σορτσάκια και το «αστείο καπέλο» που φορούσε. Έτσι, έβαλε τα κλάματα την πρώτη ημέρα στο πλατό. Όσο όμως μίσησε τις στιλιστικές επιλογές του ρόλου της, άλλο τόσο λάτρεψε τη βία του. Η 53χρονη σήμερα ηθοποιός, ανέφερε πως τη ρωτούν συχνά αν ήταν μια τρομακτική εμπειρία. «Ήταν φανταστικά», είπε η Foster.
Η σεκάνς με την αιματοχυσία του τέλους θεωρήθηκε παραστατική και έντονη την περίοδο που κυκλοφόρησε η ταινία. Ο Scorsese προκειμένου να προβληθεί «Ο ταξιτζής» στους κινηματογράφους με την ένδειξη Ακατάλληλο για ανηλίκους, έκανε αποκορεσμό στο χρώμα της εικόνας καθιστώντας το χρώμα του αίματος λιγότερο έντονο. Σε συνεντεύξεις που έδωσε αργότερα, σχολίασε ότι ήταν ικανοποιημένος για την αλλαγή του χρώματος στην τελική σκηνή κι ότι θεωρούσε ότι βελτίωνε την εικόνα της αρχικά γυρισμένης σκηνής.
Η ταινία γυρίστηκε με προϋπολογισμό 1.3 εκατομμυρίων δολαρίων κι έκανε εισπράξεις 28.262.574 στις ΗΠΑ, αποτελώντας τη 17η εμπορικότερη ταινία της χρονιάς.
naftemporiki.gr