Ακριβώς έξι χρόνια μετά την ένταξη στον μηχανισμό στήριξης και την επιβολή της μνημονιακής συνθήκης, η χώρα συνεχίζει την καθοδική της πορεία στο σπιράλ της κρίσης, με την προοπτική της ανάκαμψης να παραμένει ζητούμενο, την ίδια ώρα που οι άλλες χώρες οι οποίες υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής έχουν βγει στο ξέφωτο των αγορών, γράφει ο Δημήτρης Η. Χατζηδημητρίου.
Από την έντυπη έκδοση
Του Δημήτρη Η. Χατζηδημητρίου
[email protected]
Ακριβώς έξι χρόνια μετά την ένταξη στον μηχανισμό στήριξης και την επιβολή της μνημονιακής συνθήκης, η χώρα συνεχίζει την καθοδική της πορεία στο σπιράλ της κρίσης, με την προοπτική της ανάκαμψης να παραμένει ζητούμενο, την ίδια ώρα που οι άλλες χώρες οι οποίες υποχρεώθηκαν να ακολουθήσουν προγράμματα δημοσιονομικής προσαρμογής έχουν βγει στο ξέφωτο των αγορών.
Ό,τι και να γράφεται στα non papers του Μεγάρου Μαξίμου, ό,τι και να διαλαλούν οι κυβερνητικοί προπαγανδιστές και οι απολογητές-φερέφωνά τους, η αλήθεια είναι πως η χώρα πληρώνει βαρύτατο τίμημα για την αλλοπρόσαλλη, ανερμάτιστη και τυχοδιωκτική τακτική που ακολούθησε η κυβέρνηση το 2015. Η «σκληρή διαπραγμάτευσή» της διέλυσε και τα τελευταία αποθέματα καλής πίστης και εμπιστοσύνης που υπήρχαν στους κόλπους των εταίρων μας κι αυτό εκδηλώθηκε, σε όλες του τις διαστάσεις, στο τελευταίο Eurogroup στο Άμστερνταμ, όπου ετέθησαν οι βάσεις για «ένα νέο μνημόνιο, πάνω στο μνημόνιο».
Είναι πλέον σαφές πως η απαίτηση των θεσμικών εταίρων και των δανειστών της χώρας, όχι απλώς για τη λειτουργία ενός «αυτόματου σταθεροποιητή», που θα αντιμετωπίζει εν τω άμα αποκλίσεις από το 3ο μνημόνιο, αλλά για την προκαταβολική νομοθέτηση ενός πακέτου μέτρων, με περίοδο εφαρμογής μετά το 2018, αντανακλά το πραγματικό επίπεδο εμπιστοσύνης που απολαμβάνει η κυβέρνηση. Εάν δεν ήταν τόσο προσκολλημένοι στις μαρξιστικές δοξασίες -όπως σεμνύνεται η φράξια των «53+»-, εάν δεν θεωρούσαν την εμπιστοσύνη «ξεπερασμένη αστική ιδέα-συνήθεια», εάν είχαν διαβάσει κάτι περισσότερο από κακομεταφρασμένα τσιτάτα, θα μπορούσαν να αντιληφθούν τις επισημάνσεις του νομπελίστα οικονομολόγου Κένεθ Άροου: «Η εμπιστοσύνη έχει, αν όχι τίποτε άλλο, πολύ σημαντική πραγματική αξία. Η εμπιστοσύνη είναι σημαντικό λιπαντικό του κοινωνικού συστήματος. Είναι εξαιρετικά αποδοτική. Γλιτώνει κανείς από πολλούς μπελάδες, αν μπορεί να στηρίζεται σε κάποιο βαθμό στα λόγια των άλλων. Δυστυχώς, η εμπιστοσύνη δεν είναι εμπόρευμα που αγοράζεται πολύ εύκολα. Αν πρέπει να την αγοράσεις, έχεις ήδη μερικές αμφιβολίες γι’ αυτό που αγόρασες. Η εμπιστοσύνη και παρόμοιες αξίες, η αφοσίωση και η φιλαλήθεια, είναι παραδείγματα αυτού που οι οικονομολόγοι θα αποκαλούσαν “αγαθά των οποίων η οικονομική ωφέλεια δύσκολα μπορεί να καθορισθεί και τα οποία δύσκολα μπορούν να ενταχθούν στο σύστημα τιμών”.
Είναι αγαθά, είναι εμπορεύματα, έχουν πραγματική, πρακτική, οικονομική αξία, αυξάνουν την αποδοτικότητα του συστήματος, σου επιτρέπουν να παράγεις περισσότερα αγαθά ή περισσότερες από εκείνες τις αξίες τις οποίες έχεις σε μεγάλη εκτίμηση». Είναι πλέον σαφές ότι αυτό το, κατά Βαρουφάκη, «αριστερό τσούρμο», έχει πολλές ιδέες για το πώς θα διατηρήσει την εξουσία -παραχαράσσοντας τη βούληση των ψηφοφόρων του και παγιδεύοντας τους πολιτικούς αντιπάλους του-, αλλά καμία πραγματική ιδέα για την ανόρθωση της χώρας. Έχει εξαιρετικές προπαγανδιστικές δυνατότητες, αλλά καμία σοβαρή πρόταση για να αποτραπούν ισοπεδωτικά μέτρα επί δικαίους και αδίκους. Κι όμως. «Είναι η εμπιστοσύνη, ανόητε...».