Η έλλειψη εμπιστοσύνης των θεσμών σήμερα, παλαιότερα της τρόικας, όχι μόνο απέναντι στις προβλέψεις αλλά και σε επίσημα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας ήταν και παραμένει δεδομένη, γράφει ο Γιώργος Κούρος.
Από την έντυπη έκδοση
Του Γιώργου Κούρου
[email protected]
Η έλλειψη εμπιστοσύνης των θεσμών σήμερα, παλαιότερα της τρόικας, όχι μόνο απέναντι στις προβλέψεις αλλά και σε επίσημα στοιχεία της ελληνικής οικονομίας ήταν και παραμένει δεδομένη.
Το λογικό επομένως είναι η όποια κυβέρνηση να έχει ως πρωταρχικό μέλημα ακριβώς να ξανακερδίσει τη χαμένη εμπιστοσύνη, ώστε να μπορεί να διαπραγματεύεται με καλύτερους όρους και περισσότερες ελπίδες, πείθοντας για τα αποτελέσματα της πολιτικής της.
Κυρίως, δε, για να έχει την ευχέρεια να εφαρμόσει το δικό της οικονομικό πρόγραμμα, που θα ανταποκρίνεται στις πραγματικές ανάγκες της οικονομίας και της κοινωνίας.
Στην περίπτωση όμως που η κυβέρνηση κάνει τα αδύνατα δυνατά για να «γκρεμίσει» τις όποιες «γέφυρες» εμπιστοσύνης η ίδια κατάφερε να χτίσει μετά το εφιαλτικό 2015, τότε η λογική χάνεται.
Γιατί σε αυτή την περίπτωση, μόνο δύο εξηγήσεις μπορεί να υπάρχουν.
Είτε πίσω από τις κινήσεις αυτές κρύβεται πολιτική σκοπιμότητα, είτε ακόμη και σήμερα υπάρχει άγνοια για το πώς διεξάγονται οι διαπραγματεύσεις ή ψευδαίσθηση των δυνατοτήτων μας.
Σε κάθε περίπτωση, το αποτελέσματα παραμένει ένα, καταστροφικό για την οικονομία και την κοινωνία, που θα κληθεί να σηκώσει και πάλι τα βάρη της αποτυχίας.
Γιατί ποιος άραγε μπορεί να πιστέψει ότι είναι ποτέ δυνατό να διαρραγεί η σχέση μεταξύ Ε.Ε. και ΔΝΤ; Οι συγκεκριμένοι «θεσμοί» λειτουργούν ως… δύο σε ένα.
Και όποιος αδυνατεί να το αντιληφθεί, σίγουρα, ηθελημένα ή μη, παραβλέπει ποιος είναι ο ρόλος τους στην ευρωπαϊκή οικονομική σκακιέρα.
Η μοναδική περίπτωση να τα «σπάσουν» οι «θεσμοί» μεταξύ τους είναι να το έχουν αποφασίσει οι ίδιοι, σε ανώτατο πολιτικό επίπεδο και κεκλεισμένων των θυρών.
Ουδείς θα το γνωρίζει, ουδείς θα επιτρέπεται να το «εξαργυρώσει».
Για μια ακόμη φορά λοιπόν, οι υποκλοπές και οι «λεονταρισμοί» εναντίον του ΔΝΤ έφεραν το αντίθετο αποτέλεσμα.
Μια ακόμη αποτυχία, που θα μας κοστίσει και πάλι πολύ ακριβά, πάνω από 3 δισ. ευρώ.
Ολα επομένως όσα διαδραματίζονται στο «γήπεδο» της αξιολόγησης από ελληνικής πλευράς το τελευταίο διάστημα και πάλι δεν έχουν νόημα, δεν βγάζουν συμπέρασμα. Ή έτσι νομίζουμε;
Διότι πάντα υπάρχουν και κακοπροαίρετοι, που υποστηρίζουν ότι η κυβέρνηση βάσει σχεδίου οδεύει από αποτυχία σε αποτυχία χωρίς καν «χρωματιστές» γραμμές, σκεπτόμενοι ευφάνταστα σενάρια.
Ή ότι οι κυβερνώντες είχαν εκ των προτέρων γνώση της «ρήτρας αποτυχίας» των επιπλέον 3-3,5 δισ. ευρώ, καθώς και ότι ο συνολικός λογαριασμός πρέπει να ανέβει στα 9 δισ. ευρώ για να είναι όλοι ευχαριστημένοι, πλην ημών.
Ο «υπάλληλος» Πολ Τόμσεν το είχε άλλωστε προαναγγείλει. Τυχαίο;
Ή με τη συζήτηση για τη ρήτρα αποτυχίας περνάει αέρα και ως «light» το «πακέτο» των 5,4 δισ. ευρώ, ως «εθνική νίκη».
Σκέψεις σίγουρα εκ του πονηρού, που μειώνουν τις κυβερνητικές προσπάθειες για σταθεροποίηση και ανάταξη της οικονομίας, για στήριξη των εισοδημάτων και των ασθενέστερων, ενώ βλάπτουν τον αγώνα να μην υπάρξουν νέα μέτρα… παρά μόνο «ρήτρες αποτυχίας».