Την αντίθεσή της για τις προωθούμενες ρυθμίσεις στο σχέδιο νόμου για τις εργασιακές σχέσεις εξέφρασε με επιστολή της προς τον υπουργό Απασχόλησης και Κοινωνικής Προστασίας, Πάνο Παναγιωτόπουλο, η ΓΣΕΕ.
Ακολουθεί αναλυτικά το κείμενο της επιστολής της ΓΣΕΕ προς τον υπουργό Απασχόλησης.
ΘΕΜΑ: Θέσεις της ΓΣΕΕ στο Σ/Ν «Ρυθμίσεις για την προώθηση της απασχόλησης, την ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και άλλες διατάξεις»
«Κύριε Υπουργέ,
1.- Η ΓΣΕΕ ήταν και είναι αντίθετη σε κάθε περίπτωση με τη διευθέτηση του χρόνου εργασίας, διότι είναι μορφή ακραίας ευελιξίας σε βάρος των εργαζομένων.
Με τη διευθέτηση καταργείται το απαραίτητο τόσο για την ποιότητα της εργασίας, όσο και για την υγεία και ασφάλεια των εργαζομένων, ανώτατο όριο ημερήσιας και εβδομαδιαίας εργασίας (8ωρο, 40ωρο). Ο χρόνος εργασίας υπολογίζεται σε ετήσια βάση και το 8ωρο/40ωρο, αντί για ανώτατο όριο, υπολογίζεται πλέον ως μέσος όρος αυξομειούμενων ωρών εργασίας μέσα σε περίοδο (αναφοράς) περισσότερων της μίας εβδομάδων (πχ τετράμηνο ή έτος), ανάλογα με τις ανάγκες της επιχείρησης.
Αυτός ο τρόπος αποδιοργάνωσης του χρόνου εργασίας πέραν του ότι είναι επικίνδυνος και εξοντωτικός για τους εργαζόμενους έχει δύο επιπλέον βλαπτικές για τους εργαζομένους συνέπειες: την αποδιοργάνωση της οικογενειακής και κοινωνικής του ζωής και την απώλεια του όποιου οικονομικού οφέλους θα είχε από τις υπερωρίες, τις οποίες η διευθέτηση υποκαθιστά. Πράγματι, ενώ η πρόσθετη απασχόληση με υπερωρία πληρώνεται με το ωρομίσθιο και την ανάλογη προσαύξησή του, αντιθέτως στην περίοδο πρόσθετης απασχόλησης με διευθέτηση δεν καταβάλλεται στον εργαζόμενο ούτε το ημερομίσθιο των πρόσθετων ωρών, ούτε βέβαια και η προσαύξηση. Στην διευθέτηση το αντάλλαγμα της πρόσθετης απασχόλησης κατά την περίοδο αιχμής της επιχείρησης (του εργοδότη) είναι αντίστοιχες ελεύθερες ώρες στον εργαζόμενο κατά την περίοδο ύφεσης της ζήτησης.
Είναι προφανές ότι, με τη διευθέτηση, επιχειρηματικά ρίσκα (κίνδυνοι) που από τη φύση τους ανήκουν αποκλειστικά και μόνο στον εργοδότη (αυξομείωση της ζήτησης), κατ’ αποτέλεσμα φορτώνονται στον εργαζόμενο, με τη διαφορά ότι ενώ ο εργαζόμενος δεν συμμετέχει στα κέρδη της επιχείρησης, του επιβάλλεται να συνεισφέρει στη μείωση των γενικών εξόδων λειτουργίας της επιχείρησης, άρα στην αύξηση των κερδών της, με την υπερεντατικοποίηση και επιμήκυνση της παρεχόμενης εργασίας του, έναντι αντίστοιχου ελεύθερου χρόνου και μάλιστα σε εποχή που πιθανόν να μην τον χρειάζεται.
Πέραν των άλλων η ΓΣΕΕ ήταν και είναι αντίθετη με τη διευθέτηση του χρόνου ιδιαίτερα σε περίοδο αυξημένης ανεργίας, διότι η διευθέτηση αποτελεί από τη φύση της ισχυρό αντικίνητρο για νέες προσλήψεις, έστω και μερικής απασχόλησης ή εποχικού προσωρινού χαρακτήρα.
Βεβαίως κάθε σοβαρή και αξιόπιστη πρόταση δεν επιτρέπεται να παραβλέπει ότι de facto έχουν παγκοσμίως επιβληθεί μορφές ελαστικοποιημένης εργασίας όπως η διευθέτηση του χρόνου, στο όνομα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων και σε βάρος βασικών κατακτήσεων των εργαζομένων, όπως το 8ωρο ως ανώτατος χρόνος και όχι ως μέσος όρος ημερήσιας εργασίας.
Γι’αυτό το συνδικαλιστικό κίνημα των εργαζομένων διεθνώς απαιτεί εγγυήσεις και αντισταθμιστικά οφέλη ως αναγκαίους όρους της διευθέτησης, δεδομένου ότι απόλυτη άρνησή της οδηγεί ευθέως σε ανεξέλεγκτη εργοδοτική αυθαιρεσία.
Στην ελληνική πραγματικότητα της «αγοράς εργασίας» η μόνη αποδεκτή από τη ΓΣΕΕ εγγύηση για τη διευθέτηση θα ήταν η ευθεία, αποκλειστική και πλήρης υπαγωγή της στις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, όπως ρυθμίστηκαν με το Ν.1876 του 1990, νόμο ευρύτερης κομματικής και κοινωνικής αποδοχής.
Η οργάνωση του χρόνου εργασίας είναι απαράδεκτο να επαφίεται αποκλειστικά άμεσα ή έμμεσα στο διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη ή σε ατομικές συμφωνίες με τον εργαζόμενο, δεδομένης της ανισότητας των όπλων των μερών κατά τη διαπραγμάτευση του ωραρίου εργασίας του εργαζόμενου.
Η όποια νομοθετική ρύθμιση για τη διευθέτηση όφειλε να εξουσιοδοτεί τους κοινωνικούς διαπραγματευτές να ρυθμίζουν μόνοι τους ανάλογα με τις ιδιαίτερες συνθήκες και περιστάσεις κάθε κλάδου, επαγγέλματος ή επιχείρησης τους ειδικούς όρους της όποιας διευθέτησης με ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, στις οποίες θα συμπεριλαμβάνονταν και αντισταθμιστικά οφέλη για την πλευρά των εργαζομένων (πχ μείωση του συμβατικού ωραρίου σε περίπτωση διευθέτησης ή αύξηση αμοιβής του κανονικού ωρομισθίου), όπως συμβαίνει σε όλες ανεξαιρέτως τις χώρες της ΕΕ, όπου με νομική βάση συνήθως την οδηγία 93/104/ΕΚ εφαρμόζεται η διευθέτηση.
Η διευθέτηση μέσα από όλα τα είδη των σσε του άρθρου 3 του ν.1876/90 ή και των συμφωνιών με τα συμβούλια εργαζομένων του ν.1767/88 και σε περίπτωση διαφωνίας η εκούσια προσφυγή στη διαιτησία του ΟΜΕΔ, με τις εγγυήσεις που παρέχονται για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις θα ήταν λύση σύμφωνη με το Σύνταγμα και τις Διεθνείς Συμβάσεις Εργασίας, συμβατή με το κοινοτικό δίκαιο και σε αρμονία με τις πραγματικές ανάγκες της εθνικής μας Οικονομίας.
Η παραπάνω πρόταση της ΓΣΕΕ θεωρούμε ότι πρέπει να εξετασθεί με προσοχή από όλους όσους καλούνται τώρα και παρά την έλλειψη επαρκούς προηγούμενου Διαλόγου, να πάρουν θέση στις διατάξεις του Σ/Ν για τη διευθέτηση, οι οποίες είναι κοινωνικά άδικες, ευνοούν ευθέως την εργοδοτική πλευρά και καθορίζουν ως επιδιαιτητές κρατικούς υπαλλήλους, χωρίς να είναι εξοπλισμένοι με τα εχέγγυα ανεξαρτησίας, γνώσης του αντικειμένου και ουδετερότητας.
Οι διατάξεις του Σ/Ν δείχνουν καθαρά να διακατέχονται από έντονο φοβικό σύνδρομο για τις ελεύθερες συλλογικές διαπραγματεύσεις και συμβάσεις, στη θέση των οποίων προβλέπουν διαδικασίες απλής διαβούλευσης για την επιβολή ενός από δύο άκαμπτα και προκαθορισμένα από το Σ/Ν μενού διευθέτησης, χωρίς κανένα αντάλλαγμα για την αποδοχή τους από τους εργαζόμενους.
Η προβλεπόμενη επιδιαιτησία από κρατικό υπάλληλο στο πρώτο από τα δύο μενού αποτελεί οπισθοδρόμηση 50 χρόνια πίσω, όταν οι συλλογικές διαφορές ρυθμίζονταν από το Κράτος με υποχρεωτική διαιτησία.
Η εργοδοτική πλευρά, στο όνομα της ενίσχυσης της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων, ευλόγως θα αξιοποιήσει ευρύτατα τη διευθέτηση της παρ.2 του άρθρου 2 του Σ/Ν, αντικαθιστώντας τις υπερωρίες με τις διευθετούμενες ώρες, δηλ. με ώρες εργασίας αναγκαστικής και απλήρωτης παροχής εργασίας έναντι αντίστοιχου ελεύθερου χρόνου, όποτε ο εργοδότης κρίνει ότι ο εργαζόμενος θα υποαπασχολείτο, αν εργαζόταν κανονικά.
Οι ρήτρες για δυνατότητα καλόπιστης άρνησης της διευθέτησης από τον εργαζόμενο, που φέρει το βάρος της αποδείξεως ότι καλόπιστα αρνείται, καθώς και η ρήτρα ότι τυχόν άρνησή του δεν αποτελεί λόγο απόλυσης, θεωρούνται από τη ΓΣΕΕ ως πολύ περιορισμένης αποτελεσματικότητας και αξίας, δεδομένου ότι στη χώρα μας οι απολύσεις είναι αναιτιολόγητες και ελέγχονται από τα Δικαστήρια μόνο για καταχρηστικότητα από την πλευρά του εργοδότη.
2.- Ο κοινωνικά άδικος χαρακτήρας του Σ/Ν , που απροσχημάτιστα στα άρθρα 1 και 2 ευνοεί αποκλειστικά και μόνο τους εργοδότες, καταδεικνύεται από την ταυτόχρονη με τη διευθέτηση του άρθρου 2 εισαγωγή των διατάξεων του άρθρου 1 για την επαναφορά της ελληνικής πατέντας της «υπερεργασίας» και της μείωσης του κόστους των πρώτων και πλέον κρίσιμων και χρησιμοποιουμένων από τους εργοδότες ωρών πρόσθετης απασχόλησης των εργαζομένων: Για τις ώρες αυτές, δηλ. από 40 έως 48, μειώνεται στο ½ η προσαύξηση (από 50% σε 25%) σε σχέση με ό,τι ίσχυε από το έτος 2000 μέχρι σήμερα και ταυτόχρονα επεκτείνεται το διευθυντικό δικαίωμα του εργοδότη να τις απαιτεί από τον εργαζόμενο χωρίς διατυπώσεις, χωρίς συμψηφισμό τους για τον υπολογισμό της κλιμακωτής προσαύξησης των υπερωριών, χωρίς οι 8 αυτές ώρες να συνυπολογίζονται στο μέγιστο ανά εξάμηνο επιτρεπόμενο αριθμό υπερωριών, που το κράτος ορθότατα επιβάλλει, λόγω του ό,τι διακινδυνεύεται η υγεία και η ασφάλεια των εργαζομένων (διατάξεις αναγκαστικού δικαίου με αμφιμερή ενέργεια).
Με τις διατάξεις των παρ.4 και 5 του άρθρου 1, όπου οι παράνομες υπερωρίες βαπτίζονται «κατ’ εξαίρεση», ο συντάκτης του Σχ/Ν ανέχεται τις παράνομες υπερωρίες, τις νομιμοποιεί και μειώνει ταυτόχρονα στο 100% (από 150%)την προσαύξηση, η οποία αποτελούσε την τιμωρία του εργοδότη (αποζημίωση του εργαζόμενου) στις περιπτώσεις των παράνομων υπερωριών, δηλ. όσων γίνονταν χωρίς αναγγελία, έγκριση ή πάνω από τα επιτρεπτά όρια.
Με τη διάταξη αυτή που θα προκαλούσε θυμηδία, αν δεν επρόκειτο για σοβαρότατα θέματα υγείας και ασφάλειας των εργαζομένων, παρέχεται ανερυθρίαστα σε κάθε εργοδότη η νομιμοποιημένη ευχέρεια χρήσης απεριόριστου αριθμού υπερωριών, με άτυπη πληρωμή διπλού ωρομισθίου.
Ο συντάκτης της διάταξης εμφανίζεται να αγνοεί ή παραγνωρίζει ότι οι διατάξεις για έλεγχο και για περιορισμούς της υπερωριακής απασχόλησης των εργαζομένων από την κρατική αρχή, σε εφαρμογή της Διεθνούς Σύμβασης Εργασίας (1/1919), δεν θεσμοθετήθηκαν απλά για να δυσκολεύουν την ζωή των εργοδοτών, οπότε ίσως να δικαιούτο με μια μονοκοντυλιά στο νόμο να τις διαγράψει. ¶λλωστε ο συντάκτης αυτοαναιρείται δεδομένου ότι οι αναγκαστικού δικαίου διατάξεις αυτές διατηρούνται, αποτελώντας δομικά στοιχεία του νόμιμου ωραρίου των εργαζομένων και της νόμιμης υπέρβασης του, υπό αυστηρές προϋποθέσεις και υπό έλεγχο του κράτους (νόμιμες υπερωρίες).
Οι υπερωρίες ή θα είναι νόμιμες ή θα είναι παράνομες, εφόσον δεν τηρηθούν οι διαδικασίες και τα προκαθορισμένα από τον νόμο όρια. Το σύνθημα «πληρώστε και σώστε» δεν έχει θέση σε θέματα υγείας και ασφάλειας κατά την εργασία.
3.- Οι ασφαλιστικές ρυθμίσεις του κεφαλαίου Β’ του Σ/Ν, αν και κινούνται σε θετική κατεύθυνση, δεν αλλάζουν τον χαρακτήρα των κύριων διατάξεων του Σ/Ν για την υπερεργασία και τη διευθέτηση, που μειώνουν σαφώς και μονομερώς το επίπεδο προστασίας των μισθωτών σε σχέση με το ισχύον καθεστώς, δεν περιέχουν μέτρα περιορισμού της υπάρχουσας ανέλεγκτης ασυδοσίας που επικρατεί στις εργασιακές σχέσεις και αντιθέτως οδηγούν στην αφαίρεση υπάρχοντος πραγματικού εισοδήματος των μισθωτών για την ενίσχυση της κερδοφορίας των επιχειρήσεων».