Πολιτιστικά
Δευτέρα, 11 Απριλίου 2016 09:30

Καρυοφυλλιά Καραμπέτη: «…η αγάπη είναι το μόνο, που μας ξεχωρίζει από τα θηρία»

Πρωταγωνίστρια σε ένα ιδιότυπο έργο που, από την πρώτη στιγμή που παρουσιάστηκε, το 1928, προκάλεσε αίσθηση στο κοινό, είχε μεγάλο αντίκτυπο στον χώρο του μιούζικαλ, γνώρισε παγκόσμια επιτυχία, μεταφράστηκε σε 18 γλώσσες και εξακολουθεί να παίζεται με αμείωτο ενδιαφέρον, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μάς μιλά για την παράσταση «Η όπερα της πεντάρας».

Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]

Πρωταγωνίστρια σε ένα ιδιότυπο έργο που, από την πρώτη στιγμή που παρουσιάστηκε, το 1928, προκάλεσε αίσθηση στο κοινό, είχε μεγάλο αντίκτυπο στον χώρο του μιούζικαλ, γνώρισε παγκόσμια επιτυχία, μεταφράστηκε σε 18 γλώσσες και εξακολουθεί να παίζεται με αμείωτο ενδιαφέρον, η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη μάς μιλά για την παράσταση «Η όπερα της πεντάρας».

Παρωδώντας ποιητικά και μουσικά την αστική κοινωνία της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης και, ταυτόχρονα, την ίδια την όπερα ως μουσικό είδος με προορισμό να ομορφαίνει μια άσχημη ζωή, το μουσικό έργο του Γερμανού συνθέτη Κουρτ Βάιλ, σε λιμπρέτο του Γερμανού δραματουργού Μπέρτολτ Μπρεχτ, παρουσιάζεται σε σκηνοθεσία του Γιάννη Χουβαρδά, στο Θέατρο Παλλάς.

Η Καρυοφυλλιά Καραμπέτη υποδύεται μια κυνική και αδίστακτη γυναίκα, που ενδιαφέρεται μόνο για το χρήμα, και μας μιλά για το έργο και για τη σημερινή Ελλάδα.

Ποια είναι τα χαρακτηριστικά αυτής της ιδιαίτερης όπερας;

Η «Όπερα της πεντάρας» είναι ένα αριστουργηματικό έργο, που συνδυάζει πολλά ετερόκλητα στοιχεία με τρόπο μοναδικό, πράγμα που έχει συντελέσει και στην τεράστια επιτυχία της ανά τον κόσμο. Από τη μια μεριά, το βιτριολικό κείμενο του Μπρεχτ που σαρκάζει την ηθική των αστών, για τους οποίους το χρήμα είναι η υπέρτατη αξία, και που αποκαλύπτει την αλλοτρίωση, που επιβάλλουν στις ζωές και τις σχέσεις των ανθρώπων οι μηχανισμοί της εξουσίας, και, από την άλλη, η ανυπέρβλητη μουσική του Κουρτ Βάιλ με την τζαζ διάθεση και το άλλοτε λυρικό, άλλοτε σατιρικό ύφος. Αιχμηρό πολιτικό σχόλιο, καυστικό χιούμορ και υπέροχα τραγούδια συνθέτουν ένα συναρπαστικό κολάζ και δημιουργούν ένα μίγμα εκρηκτικό και τόσο επίκαιρο, όσο την εποχή που γράφτηκε.

Πώς την προσεγγίζει ο Γιάννης Χουβαρδάς;

Ο Γιάννης Χουβαρδάς διαβάζει το έργο με μια απόλυτα σημερινή ματιά, τοποθετώντας το σε ένα σύγχρονο τεχνολογικό περιβάλλον, που παραπέμπει σε πολλαπλούς χώρους εργασίας: εταιρείες με υπολογιστές, αστυνομικά κέντρα παρακολούθησης με κάμερες, οθόνες και ακουστικά, γυάλινες προθήκες έκθεσης σάρκας, φυλακές - ρινγκ, όπου συγκρούονται τα πρόσωπα του έργου σε έναν διαρκή αγώνα επικράτησης και επιβίωσης. Και, πάνω από όλα, η αόρατη και απρόσωπη υπερεξουσία που χειραγωγεί και διευθύνει τους πάντες και τα πάντα.

Η αισθητική της παράστασης είναι λιτή, με κώδικες φιλμ νουάρ, και το ύφος της υποκριτικής αναζητεί την περίφημη μπρεχτική αποστασιοποίηση, ακροβατεί ανάμεσα στο κυνικό και το ειρωνικό, στο σοβαρό και το γκροτέσκο, και εστιάζει στην τεράστια κόπωση και εξουθένωση, που φέρουν τα σώματα και οι ψυχές των σύγχρονων εργαζόμενων σκλάβων. Επίσης, δίνεται μεγάλη έμφαση στη μουσική, με τη ζωντανή ερμηνεία της από μια εξαιρετική δωδεκαμελή ορχήστρα.

Ξεναγείστε μας στον κόσμο του έργου. Γύρω από πού περιστρέφεται η ιστορία του;

Το έργο μάς παρουσιάζει μια ιδιόμορφη κοινωνία, όπου διαπλέκονται ή συγκρούονται τα συμφέροντα διαφόρων ομάδων. Μια εταιρεία εκμετάλλευσης ζητιάνων, μια συμμορία από γκάνγκστερς, αστυνομικοί, πόρνες, δεσμοφύλακες συνδέονται με διάφορες σχέσεις - γάμους, φιλίες, ερωτικά πάθη -  που όλες καταστρέφονται από την καταλυτική δύναμη του χρήματος και καταλήγουν στην προδοσία μέχρις εσχάτων. Και πίσω από αυτόν τον κόσμο που χτυπιέται και αλληλοεξοντώνεται, υψώνονται οι τράπεζες, που το δικό τους έργο αποδεικνύεται πολύ πιο εγκληματικό και σαρκοβόρο.

Ποια είναι τα στοιχεία του δικού σας ρόλου;

Υποδύομαι την κυρία Πήτσαμ, που, με τον σύζυγό της, είναι οι ιδιοκτήτες της εταιρείας ζητιάνων. Μια σκληρή και αδίστακτη επιχειρηματίας, που εκμεταλλεύεται στυγνά τους υπαλλήλους της. Μοναδικό της κίνητρο είναι το χρήμα. Ακόμα και οι σχέσεις της με τον άντρα και την κόρη της στρέφονται γύρω από το κέρδος. Ανικανοποίητη, αλκοολική και χυδαία. Μια ωμή, κυνική γυναίκα. Όλα αυτά, βέβαια, πρέπει να παρουσιάζονται με ελαφράδα, χιούμορ και κωμική διάθεση, με προσοχή, ώστε όλα να ισορροπούν σωστά.

Η ιδιότυπη κοινωνία της «Όπερας της πεντάρας» πόσο και σε τι μοιάζει με τη δική μας;

Το έργο είναι γραμμένο το 1928, παραμονές του μεγάλου χρηματιστηριακού κραχ. Είναι ένας σεισμογράφος, που συλλαμβάνει τις δονήσεις της επερχόμενης κρίσης και προειδοποιεί για τη μελλοντική καταστροφή: την άνοδο του ναζισμού και τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο. Δυστυχώς, οι σημερινές κοινωνικοπολιτικές συνθήκες έχουν εμφανείς αντιστοιχίες και ομοιότητες. Τα θέματα του έργου: η φτώχια, η  διαφθορά, ο έλεγχος και η καταπίεση των μαζών από τον μεγάλο μηχανισμό της οικονομικής εξουσίας με όλα τα επακόλουθα, είναι τα τεράστια προβλήματα και της δικής μας εποχής, αυτά που μας κάνουν να αναρωτιόμαστε και για τη δική μας συνέχεια.

Από όσα συμβαίνουν στη χώρα μας, τι βρίσκετε πιοανυπόφορο και τι πιο απογοητευτικό;

Δεν ξέρω αν μπορεί κανείς να αξιολογήσει τα ανυπόφορα και τα απογοητευτικά και να αποφασίσει ποιο είναι το χειρότερο. Για τι να πρωτομιλήσει κανείς. Για την οικονομική εξαθλίωση ενός μεγάλου μέρους της ελληνικής κοινωνίας, για το τεράστιο χρέος και τις αιτίες που μας οδήγησαν εδώ, για το ασφαλιστικό και το δυσοίωνο μέλλον μας, για τη μεγάλη ανθρωπιστική τραγωδία του προσφυγικού και το ωμό πρόσωπο της “πολιτισμένης” Ευρώπης, για την απειλή της τρομοκρατίας ή για τον εφιάλτη τού πού θα καταλήξουν όλα αυτά, που ούτε ως σκέψη δεν μπορείς να διατυπώσεις; Νιώθουμε και είμαστε ανυπεράσπιστοι και φως δεν φαίνεται από πουθενά. Ίσως, αυτό να είναι το πιο απογοητευτικό από όλα.

Βλέπετε ελπιδοφόρα σημάδια;

Την ελπίδα τη δίνει μόνο η ανθρωπιά των απλών ανθρώπων. Αυτών που δεν έχουν να πληρώσουν το ηλεκτρικό τους, κι όμως δίνουν τα τελευταία χρήματα της σύνταξής τους, για να αγοράσουν τρόφιμα για τους πρόσφυγες. Η προσφορά των εθελοντών, των γιατρών χωρίς σύνορα, όλων εκείνων που μας θυμίζουν ότι η αγάπη είναι το μόνο, που μας ξεχωρίζει από τα θηρία.

Ταυτότητα παράστασης

Μετάφραση: Γιώργος Δεπάστας, σκηνοθεσία: Γιάννης Χουβαρδάς, σκηνικά: Εύα Μανιδάκη, κοστούμια: Ιωάννα Τσάμη, ενορχηστρωτική επιμέλεια - διεύθυνση ορχήστρας: Θοδωρής Οικονόμου, δημιουργία βίντεο: Δημοσθένης Γρίβας, φωτισμοί: Λευτέρης Παυλόπουλος, φωνητική διδασκαλία: Μιχάλης Παπαπέτρου, κινησιολογική επιμέλεια: Αμάλια Μπέννετ, φωτογραφίες παράστασης: Πάτροκλος Σκαφιδάς, Α΄ βοηθός σκηνοθέτη: Νατάσσα Τριανταφύλλη, Β΄ βοηθοί σκηνοθέτη: Αλέξανδρος Βαμβούκος - Ιωάννα Μπιτούνη, παραγωγή: Αθηναϊκά Θέατρα Α. Ε..

Πρωταγωνιστούν: Χρήστος Λούλης, Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, Άγγελος Παπαδημητρίου, Λυδία Φωτοπούλου, Νίκος Καραθάνος, Νάντια Κοντογεώργη, Κίκα Γεωργίου. Παίζουν (με αλφαβητική σειρά): Αντίνοος Αλμπάνης, Μιχάλης Αφολαγιάν, Μπάμπης Γαλιατσάτος, Ελίζα Γεροντάκη, Έφη Γούση, Μαριάννα Καβαλλιεράτου, Βασίλης Κουκαλάνι, Ελένη Μπούκλη, Βασίλης Μυλωνάς, Νέστορας Κοψιδάς, Μαρία Νίκα, Γιώργος Τζαβάρας. Μουσικοί: πιάνο: Θοδωρής Κοτεπάνος, κρουστά: Μαρίνος Τρανουδάκης, κοντραμπάσο: Χάρης Μέρμυγκας, μπαντονεόν: Κώστας Ράπτης, σαξόφωνο άλτο - κλαρινέτο: Σπύρος Νίκας, φαγκότο: Βασίλης Πριόβολος, κιθάρες - μπάντζο: Αλέξανδρος Παπαρίζος, τρομπέτα: Διονύσης Αγαλιανός - Τάσος Βιτσεντζάτος, τρομπόνι: Παναγιώτης Ζαφειρόπουλος, σαξόφωνο σοπράνο: Δημήτρης Χουντής, σαξόφωνο τενόρο - φλάουτο: Τάσος Φωτίου.

Πληροφορίες

Θέατρο Παλλάς: Βουκουρεστίου 5 - Αθήνα, τηλ.: 210 3213100. Ημέρες και ώρες παραστάσεων: Τετάρτη έως Σάββατο: 20.30, Κυριακή: 19.30. Διάρκεια παράστασης: 2 ώρες και 20 λεπτά (χωρίς διάλειμμα). Τιμές εισιτηρίων: πλατεία: 30 ευρώ (VIP), 20 ευρώ (ζώνες Α΄ και Β΄), 15 ευρώ (ζώνη Γ΄), 10 ευρώ (ζώνες Δ΄, Ε΄ και ΣΤ΄), εξώστης: 10 ευρώ (Ζ1 και Ζ2), 8 ευρώ (Ζ3), θεωρεία: 15,10 και 8 ευρώ. Προπώληση εισιτηρίων: τηλεφωνικά: 211 1000365, ηλεκτρονικά: ticket365.gr.