Απόψεις
Τετάρτη, 06 Απριλίου 2016 14:56

Μπορεί η οικονομική κρίση να δημιουργήσει επιχειρηματική κουλτούρα στην Ελλάδα;

«H ελληνική κοινωνία και οι πολιτικοί ηγέτες της θα πρέπει να σταματήσουν να είναι εχθρικοί προς την επιχειρηματικότητα», δήλωσε ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, κατά την παρουσίαση τριών δυναμικών επιχειρήσεων της Βόρειας Ελλάδας στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, τον περασμένο Γενάρη. Η δήλωση Μπουτάρη συνοψίζει απόλυτα την στάση της Πολιτείας και τις τάσεις της κοινωνίας απέναντι στην επιχειρηματικότητα, γράφει ο Γιώργος Κ. Ασωνίτης.

του Γιώργου Κ. Ασωνίτη
Ειδικού επιστήμονα σε θέματα Ε.Ε.
Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων Ελλάδος

1. Το όραμα: μια θέση μόνιμη και προστατευμένη στον δημόσιο/ιδιωτικό τομέα

«H ελληνική κοινωνία και οι πολιτικοί ηγέτες της θα πρέπει να σταματήσουν να είναι εχθρικοί προς την επιχειρηματικότητα», δήλωσε ο δήμαρχος της Θεσσαλονίκης Γιάννης Μπουτάρης, κατά την παρουσίαση τριών δυναμικών επιχειρήσεων της Βόρειας Ελλάδας στο Χρηματιστήριο Αξιών Αθηνών, τον περασμένο Γενάρη. Η δήλωση Μπουτάρη συνοψίζει απόλυτα την στάση της Πολιτείας και τις τάσεις της κοινωνίας απέναντι στην επιχειρηματικότητα.

Με τον όρο επιχειρηματική κουλτούρα εννοούμε ένα περιβάλλον, όπου κάποιος έχει κίνητρο να καινοτομεί, να δημιουργεί και να αναλαμβάνει κινδύνους και να μπορεί να αποκτά επιχειρηματικές δεξιότητες και ικανότητες διαχείρισης.

Το περιβάλλον αυτό απουσιάζει στην Ελλάδα. Η ελληνική οικογένεια, το εκπαιδευτικό σύστημα, τα μέσα ενημέρωσης, οι πολιτικοί και κοινωνικοί ηγέτες και άλλοι κοινωνικοί παράγοντες , δεν είχαν θέσει ποτέ ως τώρα ως προτεραιότητα την δημιουργία ενός τέτοιου περιβάλλοντος φιλικού προς την επιχειρηματικότητα.

Η ελληνική οικογένεια, η οποία εξακολουθεί να αποτελεί τον πυρήνα της ελληνικής κοινωνίας και ασκεί ισχυρή επιρροή στις αποφάσεις των παιδιών της, συμπεριλαμβανομένου του επαγγελματικού τους προσανατολισμού, τα ωθούσε να ακολουθήσουν ανώτερες σπουδές (Επιστήμες  Υγείας, Νομική, Φιλολογία, και Πολυτεχνεία), προκειμένου να βρουν προστατευμένες και μόνιμες θέσεις εργασίας, είτε στο δημόσιο είτε στον ιδιωτικό τομέα. Η ανάληψη επιχειρηματικού κινδύνου ή η προώθηση της αυτο-απασχόλησης δεν αποτελούσαν στοιχεία στην εκπαίδευση των παιδιών.

Ούτε, όμως, το Ελληνικό σχολείο βοήθησε προς αυτήν την κατεύθυνση. Τόσο η πρωτοβάθμια όσο και η δευτεροβάθμια εκπαίδευση, δεν ευνοούσε την επιχειρηματική ανάπτυξη δεξιοτήτων. Ποτέ δεν σχεδιάστηκε εθνική στρατηγική ή ακόμα και πολιτική για την επιχειρηματική εκπαίδευση. Αποσπασματικές δράσεις τέθηκαν από καιρό σε καιρό σε εφαρμογή, ακολουθώντας τις κατευθυντήριες αρχές ευρωπαϊκών στρατηγικών στόχων, πλην όμως δεν απετέλεσαν μέρος οποιασδήποτε συστηματικής προσέγγισης.

Όσον αφορά την τριτοβάθμια δημόσια εκπαίδευση, η επιχειρηματική εκπαίδευση ήταν αδύναμη και αποσπασματική, ενώ μόλις  πρόσφατα άρχισε να αποτελεί μέρος προγραμμάτων σπουδών σε παραγωγικές σχολές, όπως στα Πολυτεχνεία. Με οικονομική επιχορήγηση από τα πολυετή επιχειρησιακά προγράμματα της Ευρωπαϊκής Ένωσης και άλλες ευρωπαϊκές πρωτοβουλίες (ERASMUS, κλπ), θεσπίστηκαν νέα παιδαγωγικά μέσα και νέες δομές στα Ελληνικά Πανεπιστήμια, όπως οι Μονάδες Καινοτομίας και Επιχειρηματικότητας (ΜΟΚΕ), για να υποστηρίξουν τα προγράμματα αυτά. Εάν η επιχειρηματική εκπαίδευση είναι επίκαιρο θέμα δημόσιου διαλόγου στην Ευρώπη σχετικά με την ανάγκη και τον τρόπο εισαγωγής των ειδικών μαθημάτων επιχειρηματικότητας στην τριτοβάθμια εκπαίδευση, στην Ελλάδα παραμένει ακόμη σε πολύ αρχικό στάδιο.

Παρόμοια κατάσταση επικρατεί και στην μη τυπική επιχειρηματική εκπαίδευση. Έχουν βέβαια  αναληφθεί από συναφείς οργανισμούς (Επιμελητήρια, Τράπεζες, περιφερειακές αρχές INNOVA Athens, Corallia Cluster, JA Ελλάδας, THE EGG κλπ.) ή από ενώσεις νέων επιχειρηματιών ή γυναικών (Ακαδημία Επιχειρηματικότητας, Ομοσπονδία Ελληνικών Συνδέσμων Νέων επιχειρηματιών, Ένωση Ελληνικών Start-ups, Δίκτυο  γυναικείας επιχειρηματικότητας, κλπ) αρκετές πρωτοβουλίες στον τομέα αυτόν, που χρηματοδοτούνται εν μέρει ή εξ ολοκλήρου από τα ευρωπαϊκά ταμεία. Αν και οι πρωτοβουλίες αυτές έχουν χαρακτήρα  εκ των κάτω (bottom-up) και υψηλή προστιθέμενη αξία, δεν αποτελούν ωστόσο κρίσιμη μάζα ικανή να αντιστρέψει τάσεις, χωρίς την δημιουργία συνεργειών από όλους τους άλλους παράγοντες.

Ως εκ τούτου, ένας μεγάλος αριθμός νέων έβλεπε την επαγγελματική ζωή με περιορισμένες φιλοδοξίες για ένα μισθό– ιδανικά στον δημόσιο τομέα- ή σε ένα προστατευμένο επάγγελμα ή σε άλλες δραστηριότητες με χαμηλές προσδοκίες. Ακόμη και τα τεχνικά επαγγέλματα αυτό-απασχόλησης, όπως υδραυλικοί, ηλεκτρολόγοι, κομμωτές, μάγειροι κλπ, μόλις πρόσφατα άρχισαν να παρουσιάζουν μια αυξανόμενη ζήτηση, λόγω της αλλαγής της κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης των επαγγελματιών.

2. Το αντιπαραγωγικό μοντέλο ανάπτυξης είναι ευάλωτο  

Η βαθιά και παρατεταμένη οικονομική ύφεση,  η οποία προέκυψε τόσο από την πρόσφατη διεθνή οικονομική κρίση όσο και το υψηλό δημόσιο χρέος, - το τέταρτο από την ίδρυση του σύγχρονου ελληνικού κράτους πριν από δύο αιώνες -, βρήκε την ελληνική οικονομία στην πραγματικότητα ανέτοιμη να την αντιμετωπίσει.

Αναπτυγμένη σε ένα στρεβλό μοντέλο παραγωγής, βασισμένο κυρίως στην κατανάλωση, με αδύναμη επιχειρηματικότητα και συνεχή χρηματοδότηση από ξένο ιδιωτικό δανεισμό και από ευρωπαϊκά κονδύλια, η ελληνική οικονομία εύκολα άρχισε να καταρρέει. Στην διαδικασία αυτή συνετέλεσε το γεγονός ότι ένα μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας ρυθμιζόταν από το κράτος, αυξάνοντας την γραφειοκρατία, την πολυπλοκότητα και την κακοδιαχείριση. Η ένταξη στην ΟΝΕ, η οποία θεωρούταν από πολλούς ως ευκαιρία αλλαγής παλιών πρακτικών (π.χ. ασφαλιστική μεταρρύθμιση Γιαννίτση), διέψευσε τις προσδοκίες.  

Η θεραπεία σοκ, που επιβλήθηκε εδώ και πέντε χρόνια από τους δανειστές και περιελάμβανε μια σειρά οικονομικών διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και μέτρα δημοσιονομικής προσαρμογής, όπως για παράδειγμα οι ιδιωτικοποιήσεις, οι διοικητικές μεταρρυθμίσεις, η στρατηγική κατά της διαφθοράς, ο εκσυγχρονισμός του συστήματος υγειονομικής περίθαλψης, η μεταρρύθμιση του συνταξιοδοτικού συστήματος, η αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος κλπ, δεν βρήκε ουσιαστικά ανταπόκριση ούτε στις ελληνικές διαδοχικές Κυβερνήσεις, πολύ δεν περισσότερο στην ελληνική κοινωνία.

Μετά από πέντε χρόνια εφαρμογής των προγραμμάτων προσαρμογής, τα αποτελέσματα παραμένουν πενιχρά, αφού η λιγότερο ή περισσότερο προστατευτική στάση των διαδοχικών Ελληνικών κυβερνήσεων και η έντονη αντίθεση της Ελληνικής κοινωνίας προς την κατεύθυνση των μεταρρυθμίσεων, ιδίως στον δημόσιο τομέα, δεν άφηνε πολλά περιθώρια υλοποίησης τους.

Η πολιτική και οικονομική αστάθεια, τέλος, σε συνδυασμό με τo καθεστώς των capital controls, την υπερβολική φορολόγηση των εταιρειών και τη διαρροή πνευματικού και επιχειρηματικού δυναμικού καθιστά  την μεταβατική αυτή περίοδο ακόμα περισσότερο προβληματική και τον στόχο οικοδόμησης επιχειρηματικής κουλτούρας σχεδόν αδύνατο.

3. Δείκτες επιχειρηματικότητας χωρίς προοπτική

Η κατάσταση της επιχειρηματικότητας, οι κοινωνικές στάσεις, τα κίνητρα και οι επιθυμίες, αντικατοπτρίζονται απόλυτα από τους δείκτες της επιχειρηματικότητας ή έρευνες, που αναπτύχθηκαν από διάφορα προγράμματα ή ερευνητικές πρωτοβουλίες, όπως το ερευνητικό πρόγραμμα Global Entrepreneurship Monitor (GEM) [1], το Small Business Act και τα ετήσια εθνικά προφίλ (SBA) [2] και η AMWAY παγκόσμια έκθεση Επιχειρηματικότητας (AGER) [3].

Η ελληνική επιχειρηματικότητα χαρακτηρίζεται κυρίως από την οικογενειακή επιχείρηση,  με πολύ μικρές επιχειρήσεις, οι οποίες από τη φύση τους δεν είναι ούτε δυναμικές, ούτε προσανατολισμένες προς την ανάπτυξη ή τη δημιουργία νέων θέσεων εργασίας. Ένας μεγάλος αριθμός των ελληνικών ΜμΕ ήταν σε άμεση εξάρτηση από τον δημόσιο τομέα, προμηθευτές προϊόντων ή υπηρεσιών στο Δημόσιο. Διαρθρωτικά εμπόδια, όπως η δυσκολία εύρεσης χρηματοδότησης και το αναχρονιστικό νομικό πλαίσιο και διαδικασίες, συνέβαλαν αρνητικά και αποθάρρυναν την επιχειρηματική πρωτοβουλία.

Οι μικρο-επιχειρήσεις εξακολουθούν να αντιπροσωπεύουν ένα εξαιρετικά υψηλό μερίδιο απασχόλησης και οικονομικής προστιθέμενης αξίας. Η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των οικονομιών καινοτομίας (GEM), σε σχέση με την καθιερωμένη επιχειρηματικότητα (12,6%). Καθιερωμένες εταιρείες (άνω των 3,5 ετών της ζωής) μπορεί να χαρακτηριστούν ως «ήρωες», πετυχαίνοντας να επιβιώσουν σε ένα εντελώς αρνητικό περιβάλλον.

Η επιχειρηματική δραστηριότητα αρχικών σταδίων (νεοφυείς επιχειρήσεις) παρουσιάζει σημαντική μεταβλητότητα, τα ποσοστά της μειώθηκαν το 2012 και ξανά το 2013. Όπου υπερτερεί η καθιερωμένη επιχειρηματικότητα σε σχέση με την επιχειρηματικότητα αρχικών σταδίων, η επιχειρηματική μόχλευση είναι πολύ χαμηλή.

Το ποσοστό της επιχειρηματικότητας ευκαιρίας (εκμετάλλευση μιας επιχειρηματικής ευκαιρίας) μειώθηκε από 47% το 2009 σε 30,5% το 2014, σε αντίθεση με την  επιχειρηματικότητα ανάγκης (που στηρίζεται στην ανάγκη για εργασία),η οποία αυξάνεται προοδευτικά μέσα στην κρίση. Η συνεχιζόμενη ύφεση φαίνεται να παρακινεί περισσότερους Έλληνες να ξεκινήσουν μια επιχείρηση για λόγους ανάγκης και όχι εξαιτίας  πραγματικής επιχειρηματικής ευκαιρίας. Οι περισσότεροι από αυτούς είναι απολυμένοι του ιδιωτικού τομέα οι οποίοι επενδύουν το κεφάλαια αποζημίωσης από 8.000 και 15.000 ευρώ για να ανοίξουν μια επιχείρηση στον τομέα των τροφίμων (καφετέριες, μπαρ, εστιατόρια, παράδοση, catering) με παράλληλο μικρό τραπεζικό δανεισμό. Νοικιάζοντας ένα μικρό χώρο λίγων τετραγωνικών μέτρων, έχουν ως στόχο την είσπραξη δυο-τριών μισθών για τους ίδιους και τα μέλη της οικογένειάς τους. Ωστόσο, οκτώ στις δέκα αυτού του είδους επιχειρήσεις κλείνουν κατά το πρώτο έτος λειτουργίας τους, με αποτέλεσμα το εν λόγω αναπτυξιακό μοντέλο να μην είναι βιώσιμο, αλλά περιστασιακό.

Όσον αφορά τη «δεύτερη ευκαιρία», την πρόσβαση σε χρηματοδότηση, τις δεξιότητες και την καινοτομία, καθώς και την εξωστρέφεια, η Ελλάδα είναι αρκετά κάτω από το μέσο όρο της ΕΕ.

Σύμφωνα με την έρευνα AGER 2015, το 52% των Ελλήνων έχει θετική στάση απέναντι στην επιχειρηματικότητα και 69% μπορεί να φανταστεί την έναρξη μιας επιχείρησης (δυναμικό της επιχειρηματικότητας). 52% των Ελλήνων θεωρεί την έναρξη μιας επιχείρησης ως επιθυμητή ευκαιρία σταδιοδρομίας (επιθυμία), το 65% πιστεύουν ότι η οικογένεια ή οι φίλοι τους  δεν θα μπορούσαν ποτέ να τους αποτρέψουν από την έναρξη μιας επιχείρησης (σταθερότητα έναντι κοινωνική πίεση) και το 51% θεωρεί ότι διαθέτει τις απαραίτητες ικανότητες και πόρους για την έναρξη μιας επιχείρησης (σκοπιμότητα). 52% των Ελλήνων θεωρεί επίσης ότι η ελληνική κοινωνία (η πολιτική, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης και οι άνθρωποι) είναι φιλικοί προς την επιχειρηματικότητα.

Ο φόβος της αποτυχίας να ξεκινήσει μια επιχείρηση είναι ο υψηλότερος μεταξύ όλων των οικονομιών καινοτομίας  που συμμετέχουν στην έρευνα GEM. Ωστόσο, παρατηρείται ένας αυξανόμενος αριθμός ατόμων που εντοπίζουν και αναγνωρίζουν ότι υπάρχουν επιχειρηματικές ευκαιρίες στην Ελλάδα.

Μια άλλη σημαντική έρευνα με τίτλο «Μια προοπτική για τη νεολαία για την επιχειρηματικότητα: κάτι αλλάζει» [4],  που διενεργήθηκε από την E&Y, το Πανεπιστήμιο Αθηνών Οικονομικό Τμήμα Επιχειρήσεων, Endeavor Greece και το Ελληνο-Αμερικανικό Εμπορικό Επιμελητήριο και αφορά 2.222 φοιτητές 30 ιδρυμάτων Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης, διαπιστώνει ότι η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων φοιτητών (81%) έχει θετική άποψη για την επιχειρηματικότητα, ενώ ένας στους τρεις προτίθεται να ξεκινήσει τη δική του επιχείρηση στο εγγύς μέλλον. Την ίδια στιγμή, πολλοί φοιτητές εμφανίζονται επιφυλακτικοί προς την επικρατούσα κατηγορία των επιχειρηματιών.

Παρά το γεγονός ότι οι φοιτητές συμμετέχουν σε κάποιο βαθμό σε τουλάχιστον μία δραστηριότητα της επιχειρηματικότητας, όπως επιχειρηματικές εκδηλώσεις και τα μαθήματα, το 78% των φοιτητών εκτιμούν ότι το Πανεπιστήμιο τους δεν τους προετοιμάζει επαρκώς για μια επιχειρηματική σταδιοδρομία. Η συντριπτική πλειοψηφία των αλλαγών που οι φοιτητές θα ήθελαν να δουν δεν συνεπάγεται πρόσθετο οικονομικό κόστος για το Κράτος, αλλά μάλλον ευκαιρίες για να εισέλθουν στο επιχειρηματικό κόσμο. Αναζητούν πρακτικές γνώσεις και μια πραγματική κατανόηση της αγοράς, παρά τα προγράμματα που βασίζονται στη θεωρία.

4. Αναδίπλωση ή άνοιγμα;

Πρόσφατη μελέτη του ΙΜΕ της ΓΣΕΒΕΕ για την αποτύπωση οικονομικού κλίματος στις μικρές επιχειρήσεις, δείχνει ότι έχει αρχίσει ένας νέος κύκλος στασιμότητας για τις ΜμΕ και για την ελληνική οικονομία και ότι όλα τα μεγέθη της πραγματικής οικονομίας επιδεινώνονται.

Η κρίση που ζούμε είναι ενδεχομένως μια εξαιρετική ευκαιρία για την Ελλάδα να γυρίσει σελίδα, να οικοδομήσει μια κουλτούρα επιχειρηματικότητας για να βοηθήσει την ανάκαμψη της οικονομίας της. Ίσως είναι και η μόνη λύση για την αναστροφή του αρνητικού κλίματος.

Τα πρώτα σημάδια δείχνουν, δυστυχώς, μια αναδίπλωση αντί για άνοιγμα.  

Η μελέτη διεθνών βέλτιστων πρακτικών είναι το πρώτο βήμα σε αυτή τη διαδικασία. Το φινλανδικό σχέδιο "Δεκαετία Επιχειρηματικότητας 1995-2005», η εκκίνηση και το σχέδιο διάχυσης στο Ντιτρόιτ, το φιλόδοξο σχέδιο για τη διείσδυση των Ινδών και των Κινέζων μεταναστών στη Silicon Valley είναι μερικά μόνο παραδείγματα που πρέπει να διερευνηθούν.

Η πολιτική βούληση αποτελεί σίγουρα την  πιο σημαντική προϋπόθεση για να ξεκινήσει η μακροχρόνια αυτή διαδικασία, σε συνεργασία με την επιχειρηματική κοινότητα, τους κοινωνικούς φορείς και την Ελληνική κοινωνία.

[1] http://www.gemconsortium.org/report

[2] http://ec.europa.eu/growth/smes/business-friendly-environment/performance-review/index_en.htm

[3] http: // globalnews.amway.com/amway-global-entrepreneurship-report~~V

[4] http://endeavor.org.gr/wp-content/uploads/2015/12/Infographic_EN.jpg