Για πολλούς φαντάζει ως χώρα αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. Μια χώρα στην οποία ο χρόνος έχει σταματήσει, με έκδηλα σημάδια παρακμής και εγκατάλειψης, τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο. Η Κούβα έχει μείνει σχεδόν μισό αιώνα τυλιγμένη στο μανδύα της απομόνωσης, έναν μανδύα που της έχει στερήσει το μεγαλείο και την αίγλη των παλαιοτέρων χρόνων, έτσι όπως την έζησε ο Χέμινγουεϊ, γράφει η Αγγελική Κοτσοβού.
Από την έντυπη έκδοση
Της Αγγελικής Κοτσοβού
[email protected]
Για πολλούς φαντάζει ως χώρα αποκομμένη από τον υπόλοιπο κόσμο. Μια χώρα στην οποία ο χρόνος έχει σταματήσει, με έκδηλα σημάδια παρακμής και εγκατάλειψης, τόσο στην πόλη όσο και στην ύπαιθρο. Η Κούβα έχει μείνει σχεδόν μισό αιώνα τυλιγμένη στο μανδύα της απομόνωσης, έναν μανδύα που της έχει στερήσει το μεγαλείο και την αίγλη των παλαιοτέρων χρόνων, έτσι όπως την έζησε ο Χέμινγουεϊ.
Με την ιστορική επίσκεψη του Αμερικανού προέδρου, Μπαράκ Ομπάμα, στην Αβάνα, ανοίγει ένα νέο και ίσως πιο λαμπρό κεφάλαιο στην ιστορία του νησιωτικού κράτους της Καραϊβικής. Πρόκειται για την πρώτη επίσκεψη Αμερικανού προέδρου εδώ και 88 χρόνια και έκτοτε έχουν αλλάξει πολλά. Πριν από περίπου έναν αιώνα, ο τότε πρόεδρος των ΗΠΑ, Κάλβιν Κούλιτζ, είχε φθάσει στην Κούβα με πολεμικό πλοίο. Ο κ. Ομπάμα επιλέγει να «θάψει το τσεκούρι του πολέμου», όπως σχολιάζει ο ξένος Τύπος, ενώ και η κυβέρνηση Κάστρο του επιφυλάσσει θερμή υποδοχή.
Ο Αμερικανός πρόεδρος θα περπατήσει στους δρόμους της Αβάνας και θα συναντηθεί με τον πρόεδρο της Κούβας, Ραούλ Κάστρο, όχι όμως με τον Φιντέλ. Το πρώτο βήμα έγινε τον Δεκέμβριο του 2014, με την ιστορική συμφωνία μεταξύ Ομπάμα και Κάστρο, βάζοντας τέλος στην αποξένωση της Κούβας, που άρχισε με την επανάσταση του 1959. Το ταξίδι Ομπάμα, πλούσιο σε συμβολική σημασία, αντιπροσωπεύει την έναρξη μιας νέας εποχής θερμότερων σχέσεων μεταξύ Ουάσιγκτον και Αβάνας, που θα μπορούσαν να επιτρέψουν την ανάπτυξη του τουρισμού και του εμπορίου, δίνοντας πνοή ζωής στην τσακισμένη από το εμπάργκο οικονομία της Κούβας. Το ταξίδι όμως, όπως σημειώνουν οι «NY Times», αντικατοπτρίζει και τις βαθιές διαφορές μεταξύ δύο χωρών, που απέχουν μεταξύ τους μόλις 90 μίλια, ιδεολογικά όμως η απόσταση που τις χωρίζει είναι πολύ πολύ μεγαλύτερη.