Η ευρωπαϊκή βαριά βιομηχανία κατηγορείται ότι επωφελήθηκε σημαντικά εις βάρος των φορολογουμένων, εκμεταλλευόμενη το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής (ΣΕΔΕ), σύμφωνα με νέα έρευνα μη κυβερνητικής οργάνωσης.
Η ευρωπαϊκή βαριά βιομηχανία κατηγορείται ότι επωφελήθηκε σημαντικά εις βάρος των φορολογουμένων, εκμεταλλευόμενη το Σύστημα Εμπορίας Δικαιωμάτων Εκπομπής (ΣΕΔΕ), σύμφωνα με νέα έρευνα μη κυβερνητικής οργάνωσης.
Συγκεκριμένα οι ευρωπαϊκές χαλυβουργίες, εταιρείες χημικών και οι παραγωγοί τσιμέντου αποκόμισαν 24 δισεκατομμύρια ευρώ από τις πωλήσεις του πλεονάσματος δικαιωμάτων εκπομπών του προγράμματος μεταξύ 2008 και 2014, αναφέρει η μελέτη της ομάδας Carbon Market Watch.
Το ΣΕΔΕ παρέχει στη βαριά βιομηχανία δωρεάν δικαιώματα εκπομπής άνθρακα, καθώς η Ευρωπαϊκή Ένωση θεωρεί ότι υπάρχει κίνδυνος μετεγκατάστασης της βιομηχανίας σε χώρες όπου δεν υπάρχουν κανόνες για το δικαίωμα ρύπανσης αντί χρηματικού αντιτίμου.
Ωστόσο μια υπερβολική κατανομή αυτών των δικαιωμάτων οδήγησε εταιρείες από τουλάχιστον 19 χώρες να τα μεταπωλήσουν με σκοπό το κέρδος, σύμφωνα με την έκθεση που πραγματοποιήθηκε από ανεξάρτητους συμβούλους της CE Delft.
Οι βιομηχανίες αγόρασαν επίσης φθηνότερα διεθνή πιστωτικά μόρια για να επιτύχουν τους στόχους τους, και ήταν έτσι σε θέση να πωλήσουν το υπόλοιπο των δικαιωμάτων ή να περάσουν κόστος για τον καταναλωτή που δεν ανταποκρινόταν στην πραγματικότητα, αναφέρει η έκθεση.
Η Carbon Market Watch υπολογίζει ότι οι πρακτικές αυτές στέρησαν από τα κράτη μέλη τουλάχιστον 137 δισ. ευρώ σε έσοδα δημοπρασιών και διαγωνισμών.
«Αντί να πληρώνουν οι βιομηχανίες που ρυπαίνουν, επιτρέπεται στις επιχειρήσεις εντατικής κατανάλωσης ενέργειας να ρυπαίνουν δωρεάν στο πλαίσιο του ΣΕΔΕ της ΕΕ», δήλωσε η Φέμκε ντε Γιονγκ, διευθύντρια ευρωπαϊκής πολιτικής της ΜΚΟ με έδρα τις Βρυξέλλες.
«Ακόμα χειρότερα, είναι σε θέση να κερδίζουν δισεκατομμύρια από τη ρύπανση τους, στερώντας τα από τους Ευρωπαίους φορολογουμένους, καθώς οι κυβερνήσεις ουσιαστικά παραιτούνται από δημόσια έσοδα», πρόσθεσε.
Η μεταρρύθμιση του ΣΕΔΕ έχει προγραμματιστεί για το 2020, καθώς η Κομισιόν επιθυμεί να περιορίσει τις ελαφρύνσεις της βιομηχανίας και να μειώσει το πλεόνασμα των πιστώσεων, το οποίο έχει ωθήσει τις τιμές σε χαμηλά επίπεδα, στερώντας κίνητρα για εναλλακτικές λύσεις χαμηλότερης περιεκτικότητας σε άνθρακα για την καταπολέμηση της κλιματικής αλλαγής.