Πρωταγωνίστρια σε ένα έργο, στο οποίο η βαθιά ανθρώπινη επιθυμία συγκρούεται με τους κοινωνικούς περιορισμούς και το ένστικτο της μητρότητας μετατρέπεται σε φονικό κίνητρο, η ηθοποιός Αλεξάνδρα Αϊδίνη μάς μιλά για την παράσταση «Γέρμα».
Γιώργος Σ. Κουλουβάρης
[email protected]
Πρωταγωνίστρια σε ένα έργο, στο οποίο η βαθιά ανθρώπινη επιθυμία συγκρούεται με τους κοινωνικούς περιορισμούς και το ένστικτο της μητρότητας μετατρέπεται σε φονικό κίνητρο, η ηθοποιός Αλεξάνδρα Αϊδίνη μάς μιλά για την παράσταση «Γέρμα».
Με αφορμή την επέτειο των 80 χρόνων από τον θάνατο του Φεντερίκο Γκαρθία Λόρκα, ένα από τα τρία του θεατρικά έργα της «ισπανικής υπαίθρου» και κορυφαίο έργο του παγκόσμιου θεατρικού ρεπερτορίου, η «Γέρμα», παρουσιάζεται σε μια ιδιαίτερη πολυσυλλεκτική μουσική παράσταση, στο Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης, τη Δευτέρα 29 Φεβρουαρίου, στις 9 το βράδυ.
Το έργο παρουσιάζεται με τη μορφή μιας συμφωνικής σκηνικής μπαλάντας σε τρεις πράξεις, σε πρωτότυπη μουσική σύνθεση του Νίκου Χατζηελευθερίου, μετάφραση του Περουλή Σακελλαρίδη και δραματουργική επεξεργασία του Εδουάρδου Γεωργίου και της Αναστασίας Διαμαντοπούλου, η οποία υπογράφει και τη σκηνοθεσία. Ερμηνεύει η συμφωνική ορχήστρα Underground Youth Orchestra, υπό τη διεύθυνση του Κώστα Ηλιάδη, και συμπράττει η Έλλη Πασπαλά ως σολίστ.
Συμμετέχοντας σε αυτό το εγχείρημα, η Αλεξάνδρα Αϊδίνη μιλά για το έργο και για το κουρασμένο πρόσωπο της σημερινής Ελλάδας.
Τι καταδεικνύει - καταγγέλλει ο Λόρκα σε αυτό το δράμα;
Η αλήθεια είναι ότι δεν γνωρίζω τι καταγγέλλει ο Λόρκα. Δεν είμαι ειδικός και δεν θα ήθελα να πάρω αυτόν το ρόλο. Φέρνω στον νου μου, όμως, την εξής φράση: “Καταραμένος να ’ναι ο πατέρας μου, που το αίμα της μάνας πέντε παιδιών μου έδωσε. Καταραμένο το αίμα μου, που τα παιδιά αναζητεί κι, από τοίχο σε τοίχο, με διώχνει”.
Στην προσπάθειά μου να επικοινωνήσω μαζί του, θα την ταύτιζα με έναν ύμνο ελευθερίας της Γέρμας και του ίδιου του Λόρκα ως προς κάτι, που είναι προδιαγεγραμμένο και δεν επιτρέπει τη βούληση. Το βλέπω ως μια κραυγή απόγνωσης από μια γυναίκα - που μπορεί να είναι και ο ίδιος -, σε σχέση με μια επιθυμία που δεν έχει προλάβει ακόμα να σχηματιστεί. Μου φέρνει την εικόνα ενός μικρού πουλιού, που πετάει, χτυπώντας από τζάμι σε τζάμι, αλλά δεν μπορεί να κάνει κι αλλιώς.
Ο πατέρας και η οικογένεια λειτουργούν ως ένα σχήμα κοινωνικό, ένα πλαίσιο πολύ πιο μεγάλο και συμβολικό από αυτό που μπορεί να σημαίνουν οι έννοιες κυριολεκτικά. Συμβολίζουν οτιδήποτε κρέμεται πάνω από το κεφάλι μας σαν δαμόκλειος σπάθη και μας καταπιέζει, είτε μεγάλο είτε μικρό.
Σε τι μορφή παρουσιάζεται το έργο από την Αναστασία Διαμαντοπούλου;
Σε μια αφηγηματική μορφή που λειτουργεί μέσα από μεγάλη λιτότητα, χωρίς να προσπαθεί να πει κάτι παραπάνω από αυτό, που είναι το έργο. Δεν πρόκειται για μια ορχήστρα παιδιών, που απλά συνοδεύουν τους ηθοποιούς ή για ηθοποιούς που ζωντανεύουν κάποια κείμενα σε σχέση με τους μουσικούς. Με πολύ απλά και ακατέργαστα θεατρικά υλικά, δημιουργεί ένα πολύ εκλεπτυσμένο θέαμα, αναδεικνύοντας όλη τη θεατρική διαδικασία.
Ο θεατής βλέπει μια πολύ μικρή σκηνή, που παραπέμπει, θα μπορούσε κανείς να πει, εκτός των άλλων, και στα μπουλούκια του Λόρκα. Η σκηνογραφία του Εδουάρδου Γεωργίου είναι πάρα πολύ σωστή, δίνοντας τα απαραίτητα μόνο στοιχεία, για να δημιουργήσει την ψευδαίσθηση της επαρχίας, αλλά και τον υπαινιγμό στο θεατρικό στοιχείο. Όλα τα υλικά της παράστασής μας, λοιπόν, είναι ανοιχτά. Δεν υπάρχει καμία αίσθηση επιτηδευμένου ή θεαματικού.
Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης λειτουργεί ταυτόχρονα ως αφηγητής - συγγραφέας, ως Λόρκα και ως όλοι οι ρόλοι. Βλέπουμε μπροστά στα μάτια μας τους ηθοποιούς να γίνονται ο εκάστοτε ρόλος, εκτός από τη Γέρμα που λειτουργεί κάπως βιωματικά, εγκλωβισμένη στη σκηνή και, κατά τραγική ειρωνεία, δεν μπορεί να κατέβει και να πλησιάσει όλα αυτά τα παιδιά, που είναι μπροστά της. Η προσέγγιση, τόσο η δική μου όσο και της Αναστασίας, είναι ότι εμείς συνοδεύουμε τα παιδιά σε αυτό το ταξίδι και όχι εκείνα εμάς. Ενώ, λοιπόν, σε όλο το έργο, η Γέρμα αποζητά ένα παιδί, ταυτόχρονα, επί σκηνής, τα παιδιά έχουν τον πρώτο λόγο, κι αυτή η σύμπραξη με συγκινεί βαθιά.
Ποια είναι η τραγική ιστορία της Γέρμας;
Η Γέρμα είναι ένα ακόμη καταπιεσμένο γυναικείο πρότυπο, που έχει καταδικαστεί, με βάση την πατρική εντολή, να διαγράψει μια πορεία με έναν άντρα, που δεν ήταν επιλογή της. Η επιθυμία της για παιδί γίνεται εμμονική και, ουσιαστικά, την αλλοτριώνει. Η ίδια χάνεται μέσα σε αυτήν, δίχως επιστροφή. Προσπαθώντας να κάνει το σωστό, παραμένοντας πιστή τους κοινωνικούς κανόνες, καταλήγει στο μεγαλύτερο λάθος. Ενώ της προσφέρονται επιλογές διαφυγής, εκείνη είναι τόσο βυθισμένη στην κοινωνική επιταγή, που δεν μπορεί να φύγει από αυτό το πλαίσιο.
Ο Λόρκα καταπιάνεται με το ζήτημα με πολύ έξυπνο και τολμηρό τρόπο, κατά τη γνώμη μου, γιατί η γυναίκα αυτή αποζητά κάτι, που, ηθικά, είναι πολύ δικαιολογημένο: ένα παιδί. Κάποια στιγμή, λέει χαρακτηριστικά: “θέλω να πιω νερό, μα δεν έχω ούτε ποτήρι, ούτε νερό. Θέλω ν’ ανέβω στο βουνό, μα δεν έχω πόδια. Θέλω να κεντήσω το φουστάνι μου, μα κλωστή δεν βρίσκω”. Ουσιαστικά, λοιπόν, πρόκειται για κάτι σοβαρότερο και βαθύτερο: ψάχνει την ίδια της τη φωνή μέσα σε αυτό το καταπιεστικό πλαίσιο, στο οποίο νιώθει ότι πνίγεται.
Ποιες ανθρώπινες συγκρούσεις ενσαρκώνονται στο πρόσωπό της;
Η έννοια της τιμής, της πίστης, της αξιοπρέπειας συγκρούονται με την έννοια της απελευθέρωσης, της ερωτικής άνθισης, της καρποφορίας. Είναι συγκινητικό και, συνάμα, τραγικό το γεγονός ότι η Γέρμα παλεύει με δύο δυνάμεις. Το γεγονός ότι θέλει να προσπαθήσει με έναν άνθρωπο, τον οποίο θέλει, κατά βάθος, να αγαπήσει, αλλά δεν μπορεί. Η έννοια του καθήκοντος και μια ανάγκη συναισθηματικής επανάστασης είναι αυτές, λοιπόν, που έρχονται σε σύγκρουση.
Πρόκειται για θέματα, με τα οποία ακόμα συνδιαλεγόμαστε και ως γυναίκες και ως άνθρωποι, σήμερα. Δεν μπορούμε ποτέ να είμαστε απολύτως ικανοποιημένοι. Θέλουμε μονίμως κάτι που δεν έχουμε και υπάρχει μονίμως ένας διχασμός ανάμεσα στη φυγή και τον συμβιβασμό.
Στο κουρασμένο πρόσωπο της σημερινής Ελλάδας, τι βλέπετε να αποτυπώνεται;
Επηρεασμένη εξίσου από το άλλο έργο, στο οποίο συμμετέχω αυτή την περίοδο, τις “Τρεις αδερφές” του Τσέχωφ, νομίζω ότι βλέπω να αποτυπώνεται μια ανάγκη για το τέλος της αθωότητας. Βρισκόμαστε σε ένα σημείο καμπής, όσον αφορά στο τέλος των ψευδαισθήσεων. Είναι σαν να αφαιρούνται μία μία οι προοπτικές που είχαμε ως δεδομένες. Δεν βλέπει κανείς καμία ανάκαμψη, παρά μόνο μια σταθερή επιδείνωση. Συνειδητοποιούμε πλέον με πόση επιπολαιότητα αντιμετωπίσαμε κάποιες καταστάσεις, που πια δεν μας αφήνει το περιθώριο να πιστέψουμε σε άλλα παραμύθια, παρά μόνο, ίσως κάποια στιγμή, να αρχίσουμε από πολύ μικρά πράγματα να χτίζουμε πάλι.
Είναι η κατάρα αυτού του λαού, που πρέπει να φτάσει στο έσχατο σημείο, για να αντιδράσει. Είναι σαν να προσπαθούμε συνεχώς να απομακρύνουμε το σημείο πρόσκρουσης ή, όταν η πρόσκρουση συμβαίνει, να τη διαχέουμε, για να μην είναι τόσο οδυνηρή. Προτιμάμε να μην ακούμε την αλήθεια, αρνούμαστε να ενηλικιωθούμε, ζούμε μια μόνιμη εφηβεία, και οι εκάστοτε άνθρωποι που βρίσκονται στην εξουσία - που προέρχονται από εμάς τους ίδιους στην ουσία - πατάνε πάνω σε αυτό.
Πιστεύω, από την άλλη, ότι πρέπει να είναι ο καθένας μας καλά πρωτίστως σε προσωπικό επίπεδο, για να επηρεάσει τα πράγματα. Με μια μικρή συνεννόηση, λοιπόν, αρχικά, μπορεί να φτιαχτεί σταδιακά κάτι συλλογικό. Αρκεί σε ένα πράγμα τουλάχιστον από όσα κάνουμε, να είμαστε συνεπείς, καθώς η ασυνέπεια είναι το κατεξοχήν αδύνατό μας σημείο.
Τι εύχεστε να αλλάξει - αλλάξουμε το συντομότερο δυνατόν;
Έχω μια ελπίδα ότι οι τρεις μας μπορούμε να γίνουμε έξι και, μετά, δώδεκα και θα αφήσουμε κάποιο αποτύπωμα, όπως λέει και ο Τσέχωφ. Υπάρχει πάντα μια ευχή για την επόμενη γενιά που μετατίθεται και, βέβαια, εμείς την καθορίζουμε. Δεν μπορούμε να ελπίζουμε σε μια επόμενη γενιά, νίπτοντας τας χείρας μας. Ούτε, όμως, και να παρασυρθούμε από μία ματαίωση. Πρέπει να προστατέψουμε έστω κάτι μικρό, ώστε να μπορέσουμε να το μεταλαμπαδεύσουμε έπειτα.
Όπως προανέφερα, αυτό ίσως είναι εφικτό στο επίπεδο της συνέπειας για ένα μόνο πράγμα. Πολλές φορές, παλεύουμε για τα δέκα και δεν κάνουμε τίποτα. Δεν έχουμε μάθει να συγκεντρώνουμε τη σκέψη μας σε ένα πράγμα, που το κάνουμε καλά. Γι’ αυτό και θαυμάζω πολύ τους ανθρώπους, που κάνουν απλώς καλά τη δουλειά τους. Το να αγαπάς τη δουλειά σου και να προσπαθείς να την κάνεις καλά είναι σημαντικό. Το να είσαι ένας καλός γονιός δεν είναι λίγο. Ουσιαστικά, το θέμα είναι η συνέχεια: να παραμείνουμε μάχιμοι και ζωντανοί σε τέτοιες εποχές.
Ταυτότητα παράστασης
Μουσική σύνθεση: Νίκος Χατζηελευθερίου, ενορχήστρωση: Κώστας Ηλιάδης, συμμετέχουν οι κιθαριστές Χρήστος Φάκλαρης και Βαγγέλης Γαγλίας, μετάφραση - διασκευή - στίχοι: Περουλής Σακελλαρίδης, δραματουργική επεξεργασία: Εδουάρδος Γεωργίου - Αναστασία Διαμαντοπούλου, σκηνοθεσία: Αναστασία Διαμαντοπούλου, σκηνικά: Εδουάρδος Γεωργίου, βίντεο/ηχητικός σχεδιασμός: Κώστας Μπώκος - Βασίλης Κουντούρης (Studio 19), φωτογραφίες: Παντελής Κονσολάκης - Pikon Photography, παραγωγή: Ekfrassis Productions, οργάνωση παραγωγής - επικοινωνία: Στέλλα Πεκιαρίδη. Ερμηνευτές: Έλλη Πασπαλά - Κωνσταντίνα Κορδούλη - Απόστολος Κίτσος, μουσικοί: The Underground Youth Orchestra, υπό τη διεύθυνση του Κώστα Ηλιάδη. Πρωταγωνιστούν οι ηθοποιοί: Αλεξάνδρα Αϊδίνη, Κωνσταντίνος Ασπιώτης, Ιωάννα Αγγελίδη.
Πληροφορίες
Ίδρυμα Μιχάλης Κακογιάννης - Αίθουσα: Θέατρο: Πειραιώς 206, Ταύρος - Αθήνα, τηλ.: 210 3418550. Διάρκεια παράστασης: 70 λεπτά. Τιμές εισιτηρίων: προπώληση: 15 ευρώ, στο ταμείο την ημέρα της παράστασης: 18 ευρώ, φοιτητικό και κάτοχοι κάρτας ανεργίας ΟΑΕΔ: 12 ευρώ. Προπώληση εισιτηρίων: ταμείο Ιδρύματος, Ticket Services (Πανεπιστημίου 39), ηλεκτρονικά: mcf.gr.