Οι περισσότερες αστρονομικές έρευνες στηρίζονται στην υπόθεση πως στο σύμπαν υπάρχουν και άλλοι «κόσμοι» που μοιάζουν με τον πλανήτη μας, ψάχνοντας επομένως για εξωγήινα περιβάλλοντα στα οποία θα μπορούσε να έχει αναπτυχθεί κάποια μορφή ζωής. Μήπως όμως είναι απειροελάχιστες οι πιθανότητες να βρεθεί ένας πλανήτης που να είναι παρεμφερής με τη Γη;
Του Κώστα Δεληγιάννη
Οι περισσότερες αστρονομικές έρευνες στηρίζονται στην υπόθεση πως στο σύμπαν υπάρχουν και άλλοι «κόσμοι» που μοιάζουν με τον πλανήτη μας, ψάχνοντας επομένως για εξωγήινα περιβάλλοντα στα οποία θα μπορούσε να έχει αναπτυχθεί κάποια μορφή ζωής. Μήπως όμως είναι απειροελάχιστες οι πιθανότητες να βρεθεί ένας πλανήτης που να είναι παρεμφερής με τη Γη;
Σε αυτό το συμπέρασμα κατέληξε μία διεθνής ομάδα επιστημόνων, μέσα από μία μελέτη που βασίσθηκε στις γνώσεις των αστρονόμων για τους πλανήτες εκτός του ηλιακού μας συστήματος, τις οποίες χρησιμοποίησαν σε ένα υπολογιστικό μοντέλο που προσομοίωσε την εξέλιξη του σύμπαντος.
Με το μοντέλο προσομοιώθηκε η δημιουργία των γαλαξιών και των πλανητών κατά τη διάρκεια των 13,8 δισεκατομμυρίων χρόνων «ζωής» του σύμπαντος, ώστε να προκύψει μια «κοσμική απογραφή» των γήινων πλανητών. Μια απογραφή που έδειξε πως εν πολλοίς η Γη αποτελεί μοναδική περίπτωση.
Βέβαια, οι ερευνητές παραδέχονται πως οι προβλέψεις τους για τη χωρική και χρονική κατανομή των γήινων πλανητών, τόσο στις «γειτονικές» περιοχές του σύμπαντος όσο και στα πιο απομακρυσμένα σημεία του, περιέχουν ένα σημαντικό ποσοστό σφάλματος.
Ένας σημαντικός λόγος είναι πως οι γνώσεις μας για τους γήινους εξωπλανήτες είναι εξαιρετικά ελλιπείς. Κι αυτό για έως τώρα έχουν ανακαλυφθεί μόλις 2.000 ουράνια αντικείμενα αυτής της κατηγορίας, τη στιγμή που εκτιμάται πως ο αριθμός τους στο σύμπαν αγγίζει τα 700 πεντάκις εκατομμύρια.
«Σίγουρα σε τέτοιους υπολογισμούς υπεισέρχονται αρκετές αβεβαιότητες», σημειώνει στο Scientific American ένας από τους ερευνητές, ο Άντριου Μπερνς από το Αστεροσκοπείο Carnegie στην Καλιφόρνια. «Οι γνώσεις μας για όλες τις σχετικές παραμέτρους κάθε άλλο παρά ακριβείς είναι».
Οι επιστήμονες δεν μπορούν να προσδιορίσουν την αιτία που κάνει τη Γη μοναδική. Σύμφωνα πάντως με τους υπολογισμούς τους, ο πλανήτης μας αποτελεί εξαίρεση, καθώς διαφέρει από τη συντριπτική πλειονότητα των εξωπλανητών, οι οποίοι έχουν μεγαλύτερη ηλικία και μέγεθος, ενώ είναι απίθανο να μπορούν να υποστηρίξουν την ανάπτυξη ζωής.
Το αποτέλεσμα της μελέτης δεν είναι βέβαια σε καμία περίπτωση τελεσίδικο, λαμβάνοντας υπ' όψιν τον μικρό αριθμό των δεδομένων που χρησιμοποιήθηκαν – αφού οι 2.000 εξωπλανήτες αποτελούν ένα πολύ μικρό ποσοστό των «κόσμων» που υπάρχουν στο σύμπαν. Παρ’ όλα αυτά, σύμφωνα με τους επιστήμονες, η δημιουργία και η θέση της Γης είναι αποτέλεσμα ενός πολύ σπάνιου γεγονότος.
Όπως αναφέρουν οι επιστήμονες στο άρθρο τους, το οποίο θα δημοσιευτεί στο περιοδικό The Astronomical Journal, θα πρέπει να αποδεχθούμε πως υπάρχουμε χάρις σε ένα πολύ απίθανο «καπρίτσιο» της τύχης.
Όπως είναι φυσικό, ο υπολογισμός θα γίνεται τόσο πιο αξιόπιστος, όσο ανακαλύπτονται περισσότεροι εξωπλανήτες και επομένως στην προσομοίωση προστίθενται νέα δεδομένα για τη θέση και τη σύσταση τέτοιων «κόσμων».
Εξάλλου, όπως επισημαίνει στο Scientific American ο Έρικ Ζάκρισον, από το πανεπιστήμιο της Ουψάλα και μέλος της ομάδας, κάτι που μοιάζει με στατιστικώς σπάνια εξαίρεση μπορεί να σημαίνει είτε πως πρόκειται όντως για ένα πολύ απίθανο αποτέλεσμα σε μια καθαρά τυχαία διαδικασία, είτε πως απλώς ακόμη δεν καταλαβαίνουμε την ίδια τη διαδικασία.