Εκείνοι πάντα ήθελαν «λιγότερη Ευρώπη», γιατί δεν άντεχαν «ένα ευρωπαϊκό υπερκράτος που θα ασκεί εξουσία από τις Βρυξέλλες», γράφει η Κατερίνα Τζωρτζινάκη.
Από την έντυπη έκδοση
Της Κατερίνας Τζωρτζινάκη
[email protected]
Εκείνοι πάντα ήθελαν «λιγότερη Ευρώπη», γιατί δεν άντεχαν «ένα ευρωπαϊκό υπερκράτος που θα ασκεί εξουσία από τις Βρυξέλλες».
Θα γεφυρωθεί το χάσμα, σ’ έναν κλασικό συμβιβασμό, αφού πρώτα «όλοι θα παίξουν όσο πιο δραματικά μπορούν τον ρόλο τους και εν τέλει θα συμφωνήσουν»;
Εκείνοι από την εποχή του Τσόρτσιλ ήταν ξεκάθαροι. «Είμαστε με την Ευρώπη, αλλά όχι μέρος της. Είμαστε συνδεδεμένοι, αλλά όχι δεσμευμένοι».
Ηταν σαν να έλεγαν «αφήστε µας να γίνουμε µια παράκτια Ελβετία», όπως το έθετε προ τετραετίας ο Τίμοθι Γκάρτον Ας, όταν η Βρετανία έμεινε εκτός της συμφωνίας για µια «ενισχυμένη αρχιτεκτονική της Οικονομικής και Νομισματικής Ενωσης».
Μια ιστορία εξαιρέσεων είναι η σχέση της Βρετανίας με την Ε.Ε. Συμμετέχει μόνο στις ευρωπαϊκές πολιτικές που της αρέσουν.
Πλέον, θέλει να έχει λόγο και σ’ αυτές που δεν της αρέσουν. Δυστυχώς υπάρχουν δύο προβλήματα µ’ αυτό: ένα ουσίας και ένα στιλ.
Ο Βρετανός πρωθυπουργός εκβιάζει την Ε.Ε., γιατί και ο ίδιος εκβιάζεται από τους ευρωσκεπτικιστές του κόμματός του.
Πούλησε επικοινωνιακά πριν από τις κάλπες του 2015 ότι θα επαναδιαπραγματευθεί τη σχέση Βρετανίας - Ε.Ε. και το αποτέλεσμα θα το θέσει σε δημοψήφισμα και τώρα δεν μπορεί να γυρίσει στο «Νησί» με μια απόφαση μισή.
Αν δεν είχε η Ευρώπη κι άλλα ζέοντα θέματα, δεν θα ήταν πρόβλημα τα τέσσερα γεύματα. «Το ζήτημα, όμως, είναι ολόκληρη η Ευρώπη, όχι μία χώρα».
Σ’ αυτήν την Ευρώπη, το «μαζί» έχει γίνει τόπι. Δεν είναι μόνο το πλαίσιο των αλλαγών στην παροχή βρετανικών επιδομάτων σε υπηκόους άλλων χωρών της Ε.Ε. και το νομικό ζήτημα της εξαίρεσης από τη ρήτρα «συνεχώς στενότερης ένωσης» που αλλοιώνουν βασικές αρχές της Ενωσης.
Είναι οι αυξανόμενες «ειδικές περιπτώσεις», που ανοίγουν παράθυρο σε εκπτώσεις και ουδείς πλέον νοιάζεται για επιπτώσεις και πτώσεις.